Πολίτα: Πήαμε λοιπόν με τη Μάχη του Παπούλια, τη ξαδέρφη μου.,Παιδάκια τότε μικρά, και κάναμε κούνια στο κηπο. Η δασκάλα ήτανε παεμένη στην Κουτσοευανθία και με φωνάζει: Πολίτα, Πολίτα, έλα δω που σε θέλω. Και πήα εκεί. Μου΄λέει θα πα να πιάσεις τη σκύλα, γιατί ήτανε ημερούλα, να τη φέρεις εδώ. Τη θέλω και να μην πεις τίποτα. Αφού μου’ πε η δασκάλα την έπιασα τη σκύλα και την πήα. Μόλις την πήα εκεί πέρα, είδα που μαζευτήκανε οι τρεις κει μέσα και είχανε φτιάσει τη φωτιά και είχανε καθαρίσει εκεί χάμω και έκοβε τρίχες απ’ τη σκύλα, τρίχες απ’ τη γάτα. Τις σταύρωνε η Κουτσοευανθία τις ουρές της σκύλας και της γάτας. Έπαιρνε τις τρίχες, πήαινε στη γωνιά, τα’ κανε κάρβουνο και τα ‘ βανε σε μια τόση κουπίτσα που’ χε φτιάσει από κερί και τα’ χωνε μέσα εκεί. Τι μελετήσανε από τη σκύλα και τη γάτα και οπ!!! Kάνει η γάτα κι έσκισε την κοιλιά της σκύλας ούλη. Και τότε βαρίανε τα παλαμάκια οι τρεις. Επέτυχε η δουλειά μας, είπανε. Εγώ άμα είδα κι έβγανε το αίμα η σκύλα, εσκιάχτηκα, μικρό παιδί ήμουνα. Δεν τα μαρτύρησα. Την άλλη μέρα ψοφάει η σκύλα. Τι μου’ παθε η σκύλα; Τι μου’ φαγε τη σκύλα; Έλεε ο πατέρας μου. Την είχε αγοράσει 500 δραχμές, ήτανε φτωχός. Είχε 10 νοματαίους ο πατέρας μου. Απ’ το φόβο του πατέρα ετρεμούλιαζα, έκλαιγα αλλά δεν μαρτύραγα στον πατέρα. Να του πω αυτό κι αυτό έγινε. Η δασκάλα μου’πε, άμα θα μαρτυρήσεις τίποτα και έρθεις στο σχολείο θα βγεις πεθαμένη. Κοπάναγε η δασκάλα.
Στο Καρνέσι ήταν ένας δεσπότης και πήγε η μάνα μου να ξομολογηθεί που έχασε τ’ αδέρφια της και ξομολογήθηκα και γω. Ούτε ήξερα, παππούλη μου, ούτε ιδέα είχα, μικρό παιδί ήμουνα του είπα. Φέρ’ τη μου’ πε η δασκάλα τη σκύλα. Από και πέρα απονήρευτη την πήγα. Μου διάβασε συγχωρητική ευχή ο δεσπότης. Έκλαιγα. Γιατί να την πάω; Αλλά δεν έφταιξα σε τίποτα.
Χρήστος: Άλλο τέτοιο περιστατικό έχεις ακούσει να’ χε γίνει; Ήτανε άλλη να κάνει μάγια;
Πολίτα: Η ζμπούθαινα, η θεια της Χρυσάνθης. Ήξερε πολλά, λένε, και αμπόδενε τον κόσμο και δεν μπορούανε τα αντρόγυνα να σμίξουνε, τους αμπόδενε. Τα’ ξερε αυτούνα η Κουτσοευανθία και είχε πολλούς λυμένους που τους έβανε η Σπούδαινα.
Χρήστος: Η Κουτσοευανθία έλυνε κιόλας τα μάγια. Τη φοβότανε ο κόσμος μην τους μαγέψει;
Πολίτα: Ερχόσανε από το Άγαλι και φέρνανε τα μουλάρια τους μαγεμένα και τα ξεμάγευε η Κουτσοευανθία. Και τους έλεγε ότι θέλει 2 κιλά ζάχαρη να ταΐσω τα δαιμόνια. Να μου φέρετε μέλι, βούτυρο. Και κουβαλάγανε κι έτρωγε η Κουτσοευανθία κι απέ ύστερα έβανε το μέλι, βούτυρο και βάρειε τη δεκάρα και πήαινε κάτ’ απ’ το μουλάρι ψψψψ… πέρναγε σταυρωτά και γινότανε αρνί το μουλάρι. Αλλά έτρωε κιόλα. 2κιλά ζάχαρη, 2κιλά μέλι και κείνο και τ΄άλλο.
Χρήστος: Καλά την πέρναγε η Κουτσοευανθία.
Πολίτα: Έτσι που λε παιδάκι μου. Αυτά ήσαν τα νέα τότε. Καλά ήσαν και οι γυναίκες, καλά ξελεχωνιάζανε. Δεν τις ταΐζανε όμως. Για 8 μέρες δεν τις δίνανε τίποτα, μόνο νεράκι και χυλοπίτες που σου’ πα. Δεν ξέρανε φάρμακο. Πηαίνανε και φέρνανε πολυκόμπι εδώ απ΄το βράχο στου Πεδοκρούστη, το βράζανε και το δίνανε.
Χρήστος: Τι είναι το πολυκόμπι;
Πολίτα: Ένα χορτάρι που γίνεται στα βράχια, εκεί στου μπεθεκρούστη μόνο.
Χρήστος: Στου Κουτρέλη από πάνω. Δε φύτρωνε αλλού;
Πολίτα: Όχι. Βγαίνει πάντα εκεί. Το κόβανε και ποτίζανε τις γυναίκες και τις εσταμάταγε το κόψιμο. Μετάπου τα’ κάνανε είχανε πονόκοιλο. Όταν έκοβε τη μάνα το παιδί κοιμότανε, άμα έκοβε το παιδί η μάνα έσκουζε και της εδίνανε το πολυκόμπι.
Χρήστος: Για τον κοκκύτη δίνανε γαϊδουρόγαλα;
Πολίτα: Ναι. Και είχανε και τα κέδρα.
Χρήστος: Τι τα κάνανε τα κέδρα;
Πολίτα: Τα κέδρα είχανε κάτι κουκούτσια σαν αραποσίτια, τα βράζανε και τα ποτίζανε από ένα κουταλάκι. Όταν κόντεψαν να μου πεθάνουν οι τσούπρες τους έδωσα γαϊδουρόγαλα. Και στα τρία παιδιά έχω δώσει. Το μόνο φάρμακο που’ ναι σαν της μάνας. Δεν έκανε να φάνε τίποτα. Μόνο το γαϊδουρόγαλο. Κι είχε η Ασήμω του Νταβούρου μια γαϊδούρα, την άρμεγε και γιόμιζε μια κανάτα. Με κείνο γλίτωσα τις τσούπρες. Ο Ρούπας είχε ένα παιδί σαν τη Σοφία μου και δεν το πρόλαβε, πέθανε.
Χρήστος: Τι ήταν αυτό;
Πολίτα: Εντερίτιδα,αίμα. Τ’ άντερα σαν να τα ξύνανε με το μαχαίρι, όπως τ’ άντερα τη Λαμπρή.
Χρήστος: Με το γαϊδουρόγαλο πέρναγε αυτό;
Πολίτα: Όπως με της μάνας το γάλα. Τίποτε άλλο.
Χρήστος: Είχανε καμιά γαϊδούρα γι’ αυτό το λόγο ή όποια τύχαινε.
Πολίτα: Ήτανε μια γαϊδούρα της Ασήμως που’ χε ένα πουλάρι. Το χώριζε το πουλάρι κι έπιανε το γάλα. Ξέρεις πόσο ακριβό είναι σήμερα το γαϊδουρόγαλο.
Χρήστος: Το πούλαγε η Ασήμω;
Πολίτα: Όχι, το’ δινε έτσι για τα παιδιά, το χάριζε.
Χρήστος: Ποια χρονιά γεννήθηκες;
Πολίτα: Μου’ χουν το 27, αλλά η μάνα μου, η συχωρεμένη, και η ταυτότητά μου λένε το 26 στις 28 Αυγούστου. Πώς τα μετράγανε τότε…
Χρήστος: Θυμάσαι πώς γινότανε τότε οι εκλογές;γιατί εσύ ήσουνα αδερφη τουμακαρίτη του μπάρμπα-Γιώργη του Σαφράμη που ανακατευότανε με τα κοινα.
Πολίτα: Έχω περάσει πολλά. Γινόσανε εδώ τα εκλογικά για προέδρους για το χωριό. Ο Ντελής είχε βαλμένο να βγει πρόεδρος κι είχε βαλμένο και ο Ρούβαλης. Ο Χαράλαμπος, ο κουνιάδος μου κι ο Χρήστος ηθέλανε τον Ντελή να βγάλουνε πρόεδρο. Με φουρκίσανε. Το τι έχω περασμένο μ’ αυτές τις εκλογές να πάν’ και να μη γυρίσουνε. Εγώ ήθελα το Ρούβαλη, δεν ήθελα τον Ντελή. Συμπέθερο τον είχα τον Ντελή αλλά το Ρούβαλη τον είχα αδερφό. Μας βοήθαγε. Να μην ψηφίσω τον αδερφό μου και να πάω στο Ντελή. Ο Ντελής συμπέθερος ήτανε. Τι μου κάνανε !!!…και τούτο και κείνο κι έτσι κι αλλιώς και φωνές και γκρίνια και θα τα μοιράσουμε. Πάρτε τα, όλα δικά σας είναι, τους έλεγα εγώ. Πήγε στην αγορά , ο Χρήστος(αδερφος του μελτιαδη) και βρήκε το Μιλτιάδη και του λέει να με πείσει να ψηφίσω τον Ντελή που τον θέλει και ο Χαράλαμπος . Ήταν ντόμπρος ο θείος σου, Σωκράτη μου. Άκου να σου πω του λέει ο Μιλτιάδης, εγώ θα ψηφίσω Κοσμά και η γυναίκα μου Παπαγιάννη, γιατί είναι Παπαγιάννης. Θέλετε κόψετε το λαιμό σας η γυναίκα μου θα πάει Παπαγιάννη. Το τι έγινε δε λέγεται. Την άλλη μέρα βγήκε ο Ρούβαλης.
Χρήστος: Πες μας καμια ιστορία για εκλογές με τον αδερφό σου το Γιώργη.
Πολίτα: Παμψηφεί τον βγάλανε. Δεν ήταν ένας που να μην τον ψηφίσει. Πρώτα ήτανε ο πατέρας μου μετά έβαλε ο Γιώργης.
Χρήστος: Πόσα χρόνια ήτανε πρόεδρος ο Γιώργης ο Σαφράμης;
Πολίτα: Όσο που’ φυγε από δω, μάτια μου. 6-7 χρόνια και ήτανε και δήμαρχος σ’ ούλα τα χωριά ίσαμε την Πάτρα. Μόνο Γιώργης Παπαγιάννης λέανε.
Χρήστος: Ήταν έξυπνος άνθρωπος.
Πολίτα: Και τι ευκολίες έκανε. Αν ηύρε καλό σ’ εκείνο τον κόσμο, μάτια μου. Τι ευκολίες είχε κάνει ο Γιώργης, τι φιλοτιμία! Έβριζε και βλαστήμαγε μοναχά. Τούτο είχε μοναχά. Τώρα τελευταία που αρρώστησε κιόλα βλαστήμαγε. Έχει κάνει πολλές ευκολίες. Τότε με το Ζαΐμη θέλανε τα αδερφια του μελτιάδη να ψηφίσουνε τον Οικονομίδη και η Πετρούλα και οι άλλοι. Εγώ ήθελα αυτόν που υποστηριζε ο αδερφός μου, το Ζαΐμης, να βρει μια δουλίτσα, να βρει ψωμί να φάει. Έρχονται από την Αθήνα να ψηφίσουνε τον Οικονομίδη. Να ψηφίσετε όποιον θέτε, τους λέω. Θα σου το δώσουμε εμείς το ψηφοδέλτιο. Όχι, να μη μου το δώκετε. Έρχεται η Πετρούλα τη μέρα που θέλαμε να ψηφίσουμε. Τι μου κάνανε; Πού το’ χεις το ψηφοδέλτιο του αδερφού σου; Ρε παιδιά, δεν έχω τίποτα. Τη νύχτα, που δεν μπορώ να κοιμηθώ απ’ τους πόνους τα θυμούμαι, έρχονται ούλα στο μυαλό μου. Τα’ λεγα της Βούλας. Θα σε πάω εγώ. Να την πάρεις της λέει ο Χρήστος την Πολίτα και να ρθείτε μαζί. Εντάξει; Εντάξει.
Χρήστος: Για ποια χρονιά μιλάμε;
Πολίτα: Τοτε που διορίστηκε ο Γιώργης, που ήτανε ο Ζαΐμης. Λοιπον Τότε που ήτανε ο Οικονομίδης, ήρθε ο Χρήστος, ο Τάκης, ούλα τα παιδιά και δεν μ’ αφήκαμε τρεις μέρες να πάω πάνω στ’ αδέρφια μου καθόλου. Έτσι ήσανε. Με σκάσανε. Αλλά ότι θέλει ο άνθρωπος το κάνει, Χρήστο μου. Πήανε στην αγορά… Πού το’ χεις κι έψαχνε η Πετρούλα εδώθε και με βάλανε την αυγή να πάμε συνοδεία να ψηφίσουμε. Καλά θα σας τη φτιάσω, σκέφτηκα. Ήμουνα και γω τσιούπα του Παπαγιάννη. Δεν το’ φαγα και ξερό. Το προηγούμενο βράδυ Τους τάισα, τους έστρωσα στρωματσάδα, τους κοίμισα, το Χρήστο, τον Τάκη, τις γυναίκες τους, την Πετρούλα, ζούσε ο πεθερός μου τότε. Θα πάμε μαζί, μου λέει η Πετρούλα αύριο. Εντάξει, της απαντάω. Τους άφηκα και κοιμηθήκανε και μία η ώρα τα μεσανυχτα, ψυχή μου,, σηκώνομαι σαν τη γάτα και πάω στον αδερφό μου,. Στη μία η ώρα τη νύχτα. Και κάνω τον ανήφορο. Μετά τους τα μαρτύρησα ούλα. Βρε τι μας έπλεξες! Χάμω στου Σισμεράκου τη σούδα, δε μιλιόμαστε με το Μιλτιάδη του Κοσμά, είχαμε παρεξηγηθεί και πήαινε στα πράματα. Δε κουβεντιάζαμε. Στη μια άκρη του δρομου ο Μιλτιάδης στην άλλη εγω. εγω τράβηξα πάνω κι ο Μιλτιάδης κάτω για να πάει για σκαρο περα του γαιδαρα Λοιπον πάω εκεί απάν’. Καθότανε ο Γιώργης ήτανε και η θεια μου η Τάσαινα εκεί. Παιδί μου, θα σε σκοτώσουνε. Πούθε ήρθες; Δώστε μου το ψηφοδέλτιο και τίποτ’ άλλο τους λέω. Μου δίνουν στο χέρι το ψηφοδέλτιο, έρχομαι ίσα κάτ’. Φόρεσα το πρωί τη ζακέτα, γύρισα το μανίκι δυο φορές έκρυψα εκεί το ψηφοδέλτιο και ξεκινήσαμε να ψηφίσουμε. Μόλις πήγα στο προαύλιο του σχολείου, του παλιού, εκεί πάν’ βγήκε ο Χρήστος με τον Τάκη. Πού το’ χεις το ψηφοδέλτιο και μ’ άνοιγε την μπλούζα. Τι θέλεις; Να δεις τον κόρφο μου, του λέω. Ορίστε, ψάξε (άνοιξε το κόρφο της). Δε μου’ πε τίποτα πια. Μπαίνω μέσα. Μπροστά μου η Πετρούλα και παραπλεύρως να ρίξω και γω. Μόλις έκανε παρακεί να ρίξει το δικό της το βγάνω, το κράτησα στο χέρι και πήα μέσα και το’ ριξα. Σας διόρθωσα εγώ. Αϊστε στο καλό. Ετούτο το’ χω καμωμένο. Ύστερα που τους το’ λεγα….
Χρήστος: Του μπάρμπα-Μιλτιάδη του το’ πες;
Πολίτα: Να,ι το ήξερε. Καλά έκανες μου’ πε.
Χρήστος: Ποιος ήξερε τραγούδια πολλά στο χωριό;
Πολίτα: Ήτανε ο Γιώργης ο Μανωλάκης, ο πρώτος, της Αγγέλως. Τραγούδια! Έβγαινε με τα πρόβατα εδώ χάμω στου Μανωλάκη κι εσειότανε ο τόπος. Τραγούδαγε ο Λουκάς ο Ηλιόπουλος, ωραία τραγούδια. Οι άλλοι ήσανε κλαριτζήδες. Ο Χαράλαμπος ο Λυμπέρης. Ο Λουκάς ο Ηλιόπουλος έλεε: Να πέθαινα και να ‘βλεπα τι μάτια θα με κλάψουν. Ο Μανωλάκης αγγελιζόσουνα, ετρεμούλιαζε ο λαιμός του.
Χρήστος: Σάτιρες έφτιαχνε κανένας άλλος απ’ τον Τσέλιο; Έφτιαχνε κι ο Γιώργης, ο αδερφός σου;
Πολίτα: Έχω μια του αδερφού μου, μα δε θυμούμαι πού την έχω, πού την έβαλα.
Χρήστος: θυμάσαι καμία;
Πολίτα: Δε θυμάμαι. Έβγανε για τον Ντελή, για τον Κιτσιομπαλάσκα…
Εδώ σε τούτο το χωριό ήρθανε δυο κοπέλες. Τη μια τη λέγανε Βλάγκα, την άλλη την ελέανε Κόρμπα, την έλεε για το Μήτσο τον Τούζιο.
Εκείνη που τη λέγανε Βλάγκα μας ήρθε να μας παίξει το μάγκα, εκείνη που τη λέανε Κόρμπα ήρθε να μας δείξει την ωραία της ρόμπα.
Τι τους κάνανε. Σηκωθήκανε και φύγανε οι νυφάδες.
Σχολιάστε