ΣΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΓΕΝΝΑΓΑΝΕ ΤΟΤΕ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Χρήστος: Συμπεθεροκόποι ποιοι ήσανε εκείνη την εποχή; Γινότανε συμπεθεριά;
Πολίτα: Ναι. Πηαίνανε. Άμα ήθελες να ζητήσεις μια κοπέλα, Χρήστο, εβάνανε ένα συγγενή να πάει τη γυρέψει. Να τα φτιάσουνε.
Χρήστος: δεν ήταν κάποιος συγκεκριμένος;
Πολίτα: Όχι, όχι. Επηαίνανε, ελέανε λόγο πρώτα κι άμα συμφωνάγανε και την ήθελε, όπως είπε η Ρήνη του πεθερού μου: τη θέλει ο Μιλτιάδης, τον έστειλε στο Γιώργη, έτσι τα’ φτιάνανε τότε.
Χρήστος: Ποιον είχες κουμπάρο; Ποιος σας πάντρεψε;
Πολίτα: Ποιος μας στεφάνωσε; Ο Καραμανόγιαννης.
Χρήστος: Τι θυμάσαι απ’ το γάμο τότε; Πώς γινότανε τότε ο γάμος;
Πολίτα: Πηαίνανε, γλεντάγανε, μάτια μου, κι απέ πηαίνανε ν’ αρραβωνιάσουνε, κάνανε γάμους, όχι γάμο. Κι άμα θέλανε να στεφανώσουνε, πηαίνανε την Πέμπτη και καλήγανε τις νυφάδες και το Σάββατο το βράδυ πήαινε η πεθερά κι έστελνε ένα σφαχτό. Οι σφαχτολόγοι, εσφάζανε το ζο και το πηαίνανε να κάνει η νύφη την άλλη μέρα το γάμο. Ο πεθερός έστελνε το σφαχτό στη νύφη και η πεθερά μια τσίτα κρασί και δίπλες. Και την Παρασκευή το βράδυ εμάζευε η νύφη τις μπουραζέρες και μαζεύανε και σταυρώνανε τα ρούχα. Την Κυριακή που γινότανε ο γάμος ,γινότανε ότι γινότανε, ερχόσανε εδώ, γλεντάγανε ίσα την άλλη μέρα. Την άλλη μέρα, τη Δευτέρα εβγάνανε τη νύφη βόλτα. 15 μέρες γάμο είχανε τότε.
Χρήστος: Την άλλη μέρα τι γινότανε;
Πολίτα: Την παίρνανε τη νύφη και ο γαμπρός τη σεριάνιζε μέσα στα σπίτια των συγγενών του. Στις 8 μέρες είχε τραπέζι η μάνα της νύφης το γαμπρό και τους συγγενείς του και τη 15η είχε ο γαμπρός τη νύφη με τους συγγενείς της. Γλέντια και γάμους μη ρωτάς που κάνανε τότε. Φορτώνανε τα ρούχα την Κυριακή που στεφανώνανε κι ότι είχανε να τους δώκουνε. Τα φορτώνανε στα ζα και τη γίδα που στέλνανε στη νύφη να τη σφάξουνε. Βάνανε τα μαντίλια στα καπίστρια των ζών και οι σφαχτολόγοι μπροστά φορτώνανε τα ρούχα, βάνανε μαξιλάρια, ερχόσανε στο σπίτι του γαμπρού, πετάανε τα μαξιλάρια. Τρία μαξιλάρια απάν’ στα κεραμίδια.
Χρήστος: Γιατί τα πετάγανε απάνω στα κεραμίδια;
Πολίτα: Έτσι τα’ χανε. Ξέρω γω; Τα πετάγανε και τ’ αφήνανε 15 μέρες. Άμα ήθελε να ρθούνε η νύφη με το γαμπρό το βράδυ στο σπίτι η πεθερά άνοιε την πόρτα, έβανε μια σιδερένια μασιά κάτω κι ήφερνε ένα μαντίλι κλαρωτό και δίπλωνε το γαμπρό με τη νύφη και τους εμέλωνε με μέλι και τους έβανε μέσα.
Χρήστος: Γιατί το μαντίλι ήτανε κλαρωτό;
Πολίτα: Για να’ ναι αγαπημένοι.
Χρήστος: Ποιο γάμο θυμάσαι; Ποιος σου’ χε κάνει εντύπωση; Ποιος ήτανε ωραίος γάμος;
Πολίτα: Ο Μπουρλος…. Εδώ που πάντρεψε την τσιούπα του. Εκουνιότανε ο τόπος, παιδί μου.
Χρήστος: Ποια τσούπρα;
Πολίτα: Του μπουρλου, που’ χε ο Σαρμούκος. Τη Βάσω. Φόρτωσε 15 ζα ρούχα. Ήτανε μοναχοκόρη. Άμα θέλανε ν’ αρραβωνιάσουνε χωρίς να το ξέρει το χωριό, γινότανε γλέντι και τη άλλη μέρα ακουότανε ότι έπαιρνε την τάδε. Σπάνια να τα φτιάξει μια κοπέλα με τον άντρα για να παρθούνε.
Χρήστος: Είχε όμως και ζευγάρια που τα’ χανε φτιάξει μόνοι τους;
Πολίτα: Δεν ήσανε, μάτια μου. Με το συμπεθεριό γινόσανε όλα.
Χρήστος: Καλύτερα, λες, ήταν έτσι ή όπως έγινε αργότερα;
Πολίτα: Τότε ήξερες και τον έναν πως είναι και τον άλλο ήξερες. Ήβλεπες αν είναι στην οικογένειά του καλός, είχε καλή οικογένεια. Ελέανε εκείνος είναι νοικοκύρης, εκείνος είναι έτσι. Να τη δώκουμε την τσιούπα, να μη τη δώκουμε. Τα εξετάζανε. Τώρα τα φτιάνουνε μόνοι τους αλλά γίνεται χειρότερα. 5 παντρεύονται, 20 χωρίζουνε. Τότε δεν εχώριζε ο κόσμος, Σωκράτη μου.
Χρήστος: Έκανες 4 παιδιά. Δυο κορίτσια, δυο αγόρια. Πού τα γέννησες; Εδώ ή στο νοσοκομείο;
Πολίτα: Μην τα ρωτάς. Πού ξέραμε νοσοκομεία. Πού ξέραμε παντρειές;. Ξέραμε να πάμε σε γιατρούς; Που γκαστρώνονται τώρα και δεν προλαβαίνουν να γκαστρωθούν κι αμέσως στους γιατρούς, και στους γιατρούς… Τι κουβεντιάζεις, μάτια μου, τώρα. Εγώ ήρθα εδώ κάτω. Σε δυο μήνες έμεινα έγκυος στη Σοφία. Η μάνα μου ήτανε μαμή. Έπιασε 500 παιδιά εδώ στο χωριό.
Χρήστος: 500 παιδιά;
Πολίτα: Ναι, 500 παιδιά. Ένα της έφυγε και δεν το γλίτωσε. Ήτανε της Καβουρίνας. Με συγχωρείτε, ήτανε πολύ στενόκολπη γυναίκα. Γιατρός δεν υπήρχε πουθενά. Κι έκλαιγε η μάνα μου. Τ’ άλλα δεν της έπαθε τίποτα κανένα. Καθότανε, ξενύχταγε σ’ όλα τα παιδιά.
Χρήστος: Είχε εργαλεία;
Πολίτα: Τίποτα, τίποτα.
Χρήστος: Πώς τα’ βγανε; Με τα χέρια;
Πολίτα: Άκου να δεις. Τότε εκάνανε οι γυναίκες παιδιά και στο δρόμο. Εξέρανε γιατρούς; Ερχόντουσαν από το χωράφι και τ’ αμολάγανε και στο δρόμο. Λοιπόν, που λες μάτια μου, όπου κι αν την καλούγανε επήαινε…Άμα τις έπιαναν οι πόνοι, τις τήραγε και τις έλεε: πόνοι είναι, δεν έχετε βουές για να γεννηθούν τα παιδιά.
Χρήστος: τι είναι οι βουές;
Πολίτα: Βουές τις ελέγαμε, όταν κατέβαινε το παιδί
Χρήστος: Δηλαδή;
Πολίτα: Όταν θα γεννηθεί το παιδί, έρχεται να ζοριστεί η γυναίκα για να βγει. Ενώ άμα σε περνάει ένας τώρα και σε πέντε λεπτά έρχεται άλλος πόνος πόνοι του παιδιού ήσανε εκείνοι, δεν ήσανε για να γεννηθεί. Ήξερε και την ώρα που γκαστρώνονται .οι νέες τη ρωτάγανε. Εγώ θεια- Βασίλω πότε; Αν είναι σερνικό πέντε μέρες γληγορότερα θα γεννηθεί, αν είναι κορίτσι πέντε μέρες υστερότερα θα γεννηθεί. Ήξερε με την ώρα που είχε περίοδο η γυναίκα.
Χρήστος: Τα είχε μετρήσει.
Πολίτα: Ναι, αφού έπιασε 500 παιδιά, σου λέω. Ηξέρανε. Πήαινε η μάνα μου, η συχωρεμένη, ξενύχταγε δυο τρία βράδια. Ούτε νερό δεν έπινε. Η γιαγιά σου έκανε: ούτε ένα ποτήρι νερό στο σπίτι μου. Τα θυμάμαι ετούτα. Μωρή τρία σπίτια είσαστε… του Κοσμά, του Κοντογιάννη και του Παπαγιάννη, τρία σπίτια ήσανε εδώ στο χωριό. Η συχωρεμένη η γιαγιά σου ήτανε πολύ στα πρακτικά με τα πονίδια. Πήγα τη Σοφία εγώ μια φορά στη γιαγιά σου. Ξέρεις με τους Κοντογιανναίους από κείνα τα χρόνια είχαμε αγάπη. Ερχότανε εδώ ο Αλέκος και φώναζε: πού’ σαι μωρ-Ζούρενα, τι έχεις μαγερεμένο; Θεός σχωρέστον. Είχαμε αγάπη. Τώρα δεν αγαπιούνται. Δεν πάει ο άλλος να δει. Ή νέος ή γέρος, Σωκράτη, δεν πάει μέσα να δει.
Χρήστος: Πες μου για τη μακαρίτισσα τη μάνα σου, τη Βασίλω, για τις γέννες.
Πολίτα: Επήαινε και τις τήραγε.
Χρήστος: Καθότανε τρεις μέρες για να ξεγεννήσει μια γυναίκα.
Πολίτα: Τι να’ κανε. Της εστρώνανε κει χάμω και καθότανε. Άμα αποκοιμιότανε και τη ζορίζανε οι πόνοι τη γυναίκα πεταγότανε και την τήραγε.
Χρήστος: Πληρωνότανε;
Πολίτα: Μια χούφτα μαλλιά όποιος της έδινε. Τίποτα. Ούτε φράγκο κι από πολλούς καθόλου. Έτσι επήαινε. Έκανε η σουγιου δυο παιδιά. Πήε εκεί πέρα, ξενύχτησε δυο τρία βράδια. Τα’ κανε τα παιδιά. Η φτωχιά, με τι να τα διπλώσει;. Δεν είχανε με τι να τα διπλώσει. Γυρίζει, και ο καλός καλό έχει, και έσκισε ένα πανί απο φουστανάκι τησ. Δεν είχαμε πάνες τότε. Δεν τις ταΐζανε τότες τις γυναίκες. Μόνο την πίγουλη, ανοίγανε φιδέ με τον πλάστη, τον κόβανε ψιλούλια και το βράζανε. Αυτό ήτανε το φαΐ, ή χυλοπίτες.
Χρήστος: Πού είχε μάθει αυτή την τεχνική;
Πολίτα: Ήξερε η γιαγιά μου, η Πολίτα.
Χρήστος: Α, ήξερε η γιαγιά.
Πολίτα: Ναι, ήτανε απ’ το Καρνέσι. Ήταν παπαδοπούλα και ήρθε εδώ και πήρε τον παππούλη μου. Ήτανε και η γιαγιά του Σωκράτη από κείνα τα μέρη, απ’ τον Αϊ- Νικόλα.
Χρήστος: Από σας τις κοπέλες έμαθε κάποια;
Πολίτα: Καμία. Ούτε η Στέλιο, ούτε η Μαρία.
Χρήστος: Ήθελε να σας μάθει;
Πολίτα: Δεν πηαίναμε εμείς. Εμείς είχαμε μόνο τη δουλειά. Εμείς είχαμε άλλες δουλειές, το ξινάρι, τη ζαλιά και την τιμωρία, Χρήστο μου, σε τούτο τον κόσμο. Ρώτα τη μάνα σου. Και ξέρεις τι μου’ λεγε η μάνα σου τότε που’ κανα τον Πάνο; Θερίζαμε στο χόβα και τον Πάνο τον εκρέμαα ασαράντιγο. Στα πουρνάρια τον ανάθρεψα. Χάμω απ’ τη βρύση που’ χαμε το χωράφι, που δώκαμε του Χαράλαμπου, εζαλώθηκα τη σαμαρίτσα και μια γίδα τραβώντα από πίσω και από δω και κάτω (δείχνει τα γόνατα) είχα το τριβόλι και τ’ αγκάθια στα πόδια και ερχόμουνα και βύζαινα το παιδί και το κρέμαα στο πουρνάρι. Άμα δεν έκρενε δεν του μίλαγα. Άμα ήθελα να του πιάσω απ’ τη γίδα ,(το ‘βραζε) για να μη του δώκω το θερμό το γάλα, το βαζα στις καλαμιές… άι κρύωτο, το νερό ήταν θερμό στη βαρέλα. Έτσι τ’ ανάθρεψα. Ύστερα που θέριζα εδώθε έπαιρνα το μεγαλύτερο κοντά κι είχα δέσει κάτ’ απ’ τη σαμαρίτσα ένα σχοινί. Άμα έκανε αααα….. το παιδί το κούναγα. Το πιστεύετε αυτό το πράμα; Και μετά μου λέει η Κοντογιάνναινα: μωρ-δόλια Πολίτα σε θυμάμαι με κείνη τη σαμαρίτσα και με τη γίδα τραβώντα και το παιδί ζαλωμένο. Ρώτα τη να στο πει.
Χρήστος: Δηλαδή εκρέμαες τη σαμαρίτσα στο πουρνάρι κι από κάτω είχες ένα σχοινί και τράβαγε το μεγαλύτερο παιδι;
Πολίτα: ναι, το τράβαγα και κούναε.
Χρήστος: Το μεγάλο το παιδί πόσο χρονών ήτανε;
Πολίτα: Τον Κώστα τον έκανα το 55 και τον Πάνο τον έκανα το 61.
Χρήστος: ΄Ητανε έξι χρονών το μεγάλο.
Πολίτα: Ήτανε και η Γιωργία ένα χρόνο μεγαλύτερη. Αλλά πότε το ένα πότε το άλλο έπαιρνα μαζί για να συντροφεύω.
Χρήστος: ας γυρισουμε πάλι στη μάνα σου. Είχε άγχος , αγωνία , όταν ξεγένν αγε μια γυναίκα;
Πολίτα: Είχε. Έλεε: Παναγίτσα μου, να μην πάθει τίποτα. Να βγει το παιδί καλά πέρα. Εκείνο είχε. Τα τήραγε, τα ‘δενε μόλις εγεννιόντουσαν τα παιδιά. Είχε κουράγιο, παιδάκι μου, αμέσως άμα έβλεπε κι είχανε το λώρο στο λαιμό… Οι γυναίκες τα κάνανε στα γόνατα τα παιδιά, καμιά δε ξάπλωνε χάμω.
Χρήστος: Στα γόνατα;
Πολίτα: Και μεις τα παιδιά στα γόνατα τα κάναμε. Μόλις επιάνανε οι πόνοι την τήραγε η γριά από κάτω, ήξερε τη δουλειά της. Εκαθότανε στην καρέκλα ένας άντρας, εγονάτιζε η μάνα, την έπιανε ο άντρας από τις αμασχάλες, της ακούμπαε το κεφάλι στον ώμο του και η μάνα μου από πίσω τήραγε και εγεννιόσανε τα παιδιά. Χάμω καμιά γυναίκα. Τα κάναμε στα γόνατα. Η μάνα του Γιώργη του Κοσμά όλα τα παιδιά στα γόνατα τα’ κανε και ο Κώστας το θυμάται το μικρότερο και την εκράταγε ο θείος σου. Έτσι εγεννιότανε τα παιδιά. Μόλις εγεννιότανε τα δένανε όμορφα όμορφα με τις σπαργανίδες από τούτα που υφαίναμε και τη φασκιά με τα λουρίδια, βάναμε και το δαχτυλίδι της μάνας για τη μοίρα ..
Χρήστος: Τι ήτανε αυτό;
Πολίτα: Τρεις μέρες που μοιρώνανε το παιδί. Βάνανε ένα δαχτυλίδι για να’ ναι μοιρωμένα, να τα μοιρώσουν οι μοίρες καλά, λιβάνι, το’ να τ’ άλλο.
Χρήστος: Τι δαχτυλίδι βάζανε;
Πολίτα: Της μάνας τη βέρα. Το βάζανε και το δένανε καλά. Έπιανε τις μεσίνες, δεν τις ξέρετε εσείς, που τα πρώτα χρόνια βάνανε στους γάμους.
Χρήστος: Τι είναι οι μεσίνες;
Πολίτα: Ένα μαντιλάκι μεταξωτό και βάζανε ένα τόπι μπαμπάκι και το ραντίζανε με λίγο νερό και ρίχνανε και τ’ αλάτι και δένανε το κεφάλι του παιδιού και έσφιγγε τ’ απαλό για τρεις μέρες. Το κεφάλι ήτανε απαλό, η πέτσα ήτανε. Εβάνανε εκείνο απάνω έσφιγγε το μυαλό του. Τώρα δεν τα ξέρουνε αυτούνα, μάτια μου, Τα παιδιά άμα θέλανε να δέσει, κρατάγανε τη μεσίνα τρεις μέρες δεμένη με το μπαμπάκι και με τ’ αλάτι στο κεφάλι.
Χρήστος: Θυμάσαι κάτι άλλο που κάνανε τότε στα παιδιά;
Πολίτα: Η μάνα μου ερχότανε πεθαμένη στο σπίτι. Ξενύχταγε και σου’ πα τι έλεγε η γιαγιά σου: ούτε ένα ποτήρι νερό στο σπίτι μας δε θα πιεις; Αν ήτανε μέρα λάκαγε, πήαινε στο σπίτι, θα τσίμπαε και τίποτα και γύριζε και πήαινε πάλι εκεί. Της πήαινε ο ιδρώτας ποτάμι για να το κάμει. Καθότανε γονατιστή και είχε μπροστά της τη λεχώνα για να βγάλει το παιδί.
Χρήστος: 500 παιδιά.
Πολίτα: 500 παιδιά Ένα της έφυε. Έβαλα τα αδύνατα δυνατά έλεε. Ο Φίλιππας ο Νταλαβέρας δεν μπόραε η μάνα του να τον κάμει. Πήανε και στην νταρκαλιού, πήανε και παντού και δεν εγύριζε το παιδί. Ήταν καρφωμένο απάνω. Γιατρός δεν υπήρχε τότε. Η μάνα μου επήρε λάδι, της έτριβε την κοιλιά και άιντε άιντε εγύρισε το παιδί. Όσο ήτανε η μάνα ο Φίλιππας της πήαινε ζάχαρη και καφέ, γιατί με γλίτωσες θεια-Βασίλω της έλεε.
Χρήστος: Τα κατάφερε και το γύρισε το παιδί.
Πολίτα: Τα κατάφερε. Το γύρισε το παιδί. Ούτε γιατρός έτσι. Εδώ οι γυναίκες ξέρουν πότε θα το κάνουν, τι παιδί θα κάνουν. Τότε δεν ξέρανε. Μένανε έγκυες μέχρι να το κάνουν δεν ξέρανε. Γιατρό δεν ήξερε καμία εδώ. Τόσα παιδιά Κάνανε 8,9 , 7 παιδιά. Γιόμισε ο τόπος παιδιά. 150 παιδιά ήμασταν στο σχολείο. Τώρα δεν έμεινε κανείς. Ερημιά. Πού’ ναι τα παιδιά τώρα; Αυτά ήσανε, μάτια μου.
Χρήστος: Πρακτικοί γιατροί εδώ στο χωριό ποιοι άλλοι ήσανε;
Πολίτα: Πρακτικοί γιατροί δεν ήτανε κανένας. Να πούμε σαν τη μάνα μου.
Χρήστος: Ο Καρατάσος πού φύσαγε τ’ αυτιά;
Πολίτα: Αυτούνα για τα αυτιά. Βερβερίζανε τα παιδιά, γιατί πιάνανε πύο μέσα και τα φυσάγανε. Τα φύσαε ο Λουκάς ο Ηλιόπουλος. Το πήαινες το παιδί και κάτι έβανε στο στόμα, λάδι, και ζύγωνε τ’ αυτάκι του παιδιού και φύσαε το λάδι και πεταγότανε πύο από μέσα και τ’ αλάφρωνε το παιδί. Εκείνα ήτανε τα πρακτικά.
Χρήστος: Για τη γιαγιά μου τη Βασίλω τι ξέρεις;
Πολίτα: Ηγιαγιά σου ;Είχα τη σοφία κι έβγαλε στο σβέρκο κάτι γρουμπουλάκια. Το παιδί βερβέριζε τότε. Τι να κάνω; Πήα και στη Χαραλάμπαινα του Λυμπέρη και δεν μου’ κανε τίποτα. Σηκώνομαι τότε και πάω στη Κοντογιαννιά που μου’ πε και η μάνα μου. Μόλις με είδε η κακομοίρα πώς έκανε (χάρηκε). Ματάκια μου, θα σου πω γω τι να κάνεις. Θα πας θα βράσεις στο τηγάνι κρεμμύδια θα τακόψεις με λαδάκι μπόλικο να τα μαρανιάσεις, να μισοτηγανιστούν,και να πάρεις ένα τόπι μπαμπάκι να το βουτήξεις στα κρεμμύδια και το λάδι και να το δέσεις γύρω απ’ το σβέρκο και όλο το βράδυ να κάτσεις ορθή και τη αυγή θα περάσουνε. Όπως μου’ πε η συχωρεμένη έκανα. Την αυγή ούτε γρουμπούλι ούτε τίποτα. Με το λάδι και το κρεμμύδι.
Χρήστος: Είχανε φύγει τα γρουμπούλια;
Πολίτα: Δεν είχε μείνει τίποτα. Η γιαγιά σου τα’ κανε αυτά.
Χρήστος: Έχω ακούσει και για τη Φροσύνη του Σκοτάδη. Τι έκανε αυτή;
Πολίτα: Η Φροσύνη έκατσε ανύπαντρη. Δεν ήθελε να παντρευτεί. Δεν ήθελε κανένα που της δίνανε και στο τέλος επήρε το Ντελή.
Χρήστος: Η Χαραλάμπαινα.. Αυτή τι έκανε;
Πολίτα: Αυτή είχε πάρει το Χαράλαμπο .ηταν απ’ το Άγαλι. Ήξερε από πονίδια. Έβγανε τσουκνίδα, δρακοντιά και τα πλάκωνε απάνω. Από αυτούνα τα πράματα, τα χορταρικά ήξερε. Μια φορά που είχαμε μια φοράδα και πηαίναμε στου Γόβα έβαλε το πόδι σε μια σφήνα και πιάστηκε το πόδι και δεν έβγαινε κι έμεινε χάμω. Την άλλη μέρα μαζευτήκανε καμιά δεκαριά ανθρώποι. Το βγάλανε το ποδικαι σπάσανε την πέτρα. Τη βάλανε στα ξύλα τη φοράδα αλλαδεν εστεκότανε από το πόδι της . ήρθε η Χαραλάμπαινα και όσα χορτάρια της γης ήσανε τα’ βαλε όλα απάν’ και την έκανε καλά. Με κάτουρο απ’ τους ανθρώπους τα μούσκευε και τα ΄ψηνε και τα’ βανε απάν’.
Το παιδί μου, ο Πάνος είχε βγάλει εδώ στη λούγκα ίσα μ’ ένα μύγδαλο. Τον στείλανε για τσιγάρα κι όπως έκανε κάτω τον πόνεσε λίγο και είπε: μάνα με πόνεσε η λούγκα λίγο. Όχι κι εγώ να το διαβάσω. Πάω την άλλη μέρα στη Χαραλάμαινα και μου λέει: θα σκοτώσεις σπουργίτι και θα βάλεις ετούτο. Όλα τα’ κανα, δεν έγινε τίποτα. Το παιδί βερβέριζε. Είχε γίνει ένα πράμα τέτοιο, σα καρύδι. Ήταν ένας γιατρός, όχι ο Πολίτης, δε θυμάμαι πως τον λένε και μου λέει: δε θέλω να τ’ ανοίξω, γιατί είναι όλα τα νεύρα εδώ και θα κουτσαθεί το παιδί. Άστο και θα δούμε. Και πάω στη γιαγιά σου και μου λέει: θα πας να φτιάσεις ένα κορκό αβγό και να ρίξεις και ζαχαρίτσα απάν’ και να το διπλώσεις και να το βαλεις απάνου. Τα πρακτικά ήσανε τα καλύτερα. Τότε όλα με πρακτικά. Πάω και τον βγάνω τον κορκό του αβγού, το βάνω στο μπαμπάκι, ρίχνω και μπόλικη ζάχαρη και το δένω απάν’ στη λούγκα. Την αυγή να σπάσει εκείνο εκεί και βγάνει τρεις τσαμπούνες σαν τη μύτη της βελόνας, μπιζ και να πετάγεται το υγρό απάν. Άνοιξε μοναχό του, με τ’ αβγό και τη ζάχαρη.
Χρήστος: Τι είχες βάλει;
Πολίτα: Αβγό και ζάχαρη και καθάρισε.
Χρήστος: Άλλη γυναίκα έκανε τέτοια πρακτικά για τα πονίδια;
Πολίτα: Όχι, μόνο η γιαγιά σου και η Χαραλάμπαινα, αλλά η γιαγιά σου ήτανε πολύ καλή στα πρακτικά. Ήτανε καλή γυναίκα. Είχαμε συγγένεια και φιλία.
Χρήστος: Στο μάτι πίστευε ο κόσμος τότε;
Πολίτα: Το μάτι είναι το λιόκρινο.
Χρήστος: Τι είναι αυτό;
Πολίτα: Από φίδι που’ χε ξεράσει. Γιατί είχανε φίδια τότε και άμα κυνηγάγανε έναν άνθρωπο και αυτός του πέταγε ένα σακάκι,ή ένα σκουτί, εκείνο είχε λιόκρινο και το πέταγε απάν’ στο σκουτί. Ήταν σα πέτρα.
Χρήστος: Το λιόκρινο είναι το φιδοπουκάμισο που λένε;
Πολίτα: Όχι. Λιόκρινο ήτανε η πέτρα.
Χρήστος: Δεν το κατάλαβα πώς γινότανε.
Πολίτα: Τα πρώτα χρόνια, άμα έχει το λιόκρινο το φίδι κυνηγάει τον άνθρωπο και πααίνει κοντά. Το’ χει μέσα στο στόμα του σα κόκαλο και μόλις το καταλάβαινες πως τον κυνήγαγε τον άνθρωπο, λέγανε οι παλιοί, εγώ δεν το θυμάμαι, και πέταγε ένα ρούχο χάμω, το βγανε από το στόμα του το φίδι και τ’ άφηνε απάνω στο σκουτί. Κι όταν ήταν ματιασμένο το παιδί το σταυρώνανε και βάζανε ένα ποτήρι απάν’ στο λιόκρινο και χόχλαζε και το ποτίζανε το παιδί και γινότανε καλά από το μάτι. Αυτούνα εκάνανε τα πρώτα χρόνια.
Χρήστος: Ποιος το’ κανε αυτό με το λιόκρινο;
Πολίτα: Οι παλιές ξέρανε. Οι νέες ετούτες δεν ξέρουνε τίποτα. Η Σπύραινα του Στιούρα το’ κανε το λιόκρινο. Τώρα έχουνε άλλα πράματα οι νιες. Έχουνε ξεχάσει αυτούνα. Τώρα οι νέοι δεν ξέρουν τίποτα, μάτια μου, απολύτως τίποτα. Τα πρώτα χρόνια, Χρήστο μου, αποκρέβαμε, δεν αρταινόμαστε ολόκληρη τη μεγάλη Σαρακοστή. Μπομποτίτσα. Εβράζαμε κι ένα λεβέτι πετιμέζι κι το ετρώγαμε μαζί. Εκείνο ήταν το φαΐ μας. Μετάνοιες πρωί βράδυ. Πηαίναμε στην εκκλησία. Εσιότανε η εκκλησία. Τώρα κάνει άνθρωπος μετάνοια; Πιστεύει κανείς τίποτα τώρα; Ξέρει από θρησκεία κανένας νέος τώρα;. Και άμα τους λες τίποτα σου λένε: άντε πήαινε..
Χρήστος: Μάγια γινόντανε τότε;
Πολίτα: Η Κουτσοευανθία.
Χρήστος: Ποια ήταν αυτή;
Πολίτα: Του Αναστάση του Καραλή. Του Γιάννη του Καραλή η μάνα, της Αντριάνας του Τσιμπέκου η μάνα και ο γερο-Μαυρομάτης.
Χρήστος: Ο Νίκος ο Μαυρομάτης;
Πολίτα: Ο πατέρας του. Η Κουτσοευανθία τα’ κανε τα μάγια. Θα σου πω μια ιστορία. Τότε ήμουνα 10-11 χρονών και πάαινα σχολείο. Μου βάνανε μια κούνια με την αδερφή μου, τη Μαρία, και τη Μάχη του Παπούλια,τη ξαδέρφη μου και κάναμε κούνια.
Σχολιάστε