Αναρτήθηκε από: lykourianews | 9 Φεβρουαρίου, 2013

ΜΕΡΟΣ Α’: Πολίτα Κοσμά, κόρη της Βασίλως Παπαγιάννη, της μαμής της Λυκούριας!

Screen Shot 2013-02-09 at 6.02.04 PM
Το lykouriablog προσπαθώντας να ρίξει φως στην πρακτική ιατρική που γινόταν τον προηγούμενο αιώνα στο χωριό μας, έφτασε στο σπίτι της Πολίτας του Κοσμά (Ζούρα). Όντας κόρη της μακαρίτισσας θειας-Βασίλως του Παπαγιάννη που ξεγέννησε μια ολόκληρη γενιά, θέλαμε να μάθουμε από πρώτο χέρι τα έργα αυτής της σπουδαίας Λυκουριώτισσας.
Εκτός όμως από αυτά για τα οποία ξεκινήσαμε, βρέθηκε μπροστά στα μάτια ένας απίστευτος λαογραφικός θησαυρός.
-Η θεια Πολίτα, μας είπε για το λίοκρινο (την πέτρα του φιδιού).
-Για τα πονίδια και τις απίστευτες τεχνικές.
-Για το χορτάρι που φυτρώνει μόνο στου Μπεθεκρούστη το τσιούμπι για τις λεχώνες.
-Για τις διάσημες μάγισσες της Λυκούριας και πως βρέθηκε θεατής στο σατανικό έργο τους.
-Για τα καμίνια και τις ζαλιές.
-Για εκλογές και …ψηφοδέλτια.
-Και βέβαια για τα χνάρια της πάνω στο Λυκουριώτικο μονοπάτι του χρόνου.

Η συνέντευξη είναι η μεγαλύτερη που έχει δοθεί ποτέ στο lykouriablog, γι’ αυτό έχει χωριστεί σε 4 μέρη για να είναι ποιο εύκολη η ανάγνωσή της. Πέρα από τη βιντεοσκόπηση της συνέντευξης έχει και γραφεί για την αμεσότητα και την ευκολία της ανάγνωσης.
Ελπίζουμε να «ταξιδέψετε» μαζί της σε μια Λυκούρια «διαφορετική»!


Χρήστος: Πόσα χρόνια είσαι σ’ αυτή τη γειτονιά;


Πολίτα: Απ’ το 1953.


Χρήστος: Πόσο χρονών ήσουνα όταν ήρθες εδώ;


Πολίτα: 26 χρονών.


Χρήστος: Ποιους βρήκες στη γειτονιά; Πώς ήτανε τότε η γειτονιά;


Πολίτα: βρήκα πρώτα πρώτα το Νίκο το Σαρμπάνη με τη γυναίκα του, το Γιωργίκο με τη Γιωργίκαινα που τους σκότωσε η αστραπή. Τον πατέρα του μαζί με τον αδερφό του, τους εσκότωσε η αστραπή στο Ροδόπυργο που εσπέρνανε και τους εφέρανε. Η Γιωργίκαινα με το φως ούλη τη νύχτα έψαξε και τους βρήκε μες στη γράνα σκοτωμένους.


Χρήστος: Τον πατέρα του Θανάση;


Πολίτα: Και τον αδερφό του Αντρέα. Δυο παιδάκια. Απέ ηύρα τον Μπούρλο και την Μπούρλαινα, το Λιάκο και την Τόγια, ηύρα τον Τσίμπουρα με τη Θανάσω, την Τασούλα με το Λιακοπάνα.


Χρήστος: Ποιοι ήταν αυτοί;


Πολίτα: Ο αδερφός του Σπουδαίου. Λιακοπάνα τον λέανε. Μπράβος λέγεται. Μετά πήρε την Τασούλα. Αυτός ήτανε δυο φορές παντρεμένος. Είχε πάρει μία απ’ το Λιακοπούσι, αδελφή του Σπύρου του Μπαλιούση και πέθανε και τη πήρε τη μάνα της Τασούλας. Απέ ηύρα τον Μπίμπα τον παπά, τον πατέρα του παπα- Θανάση με την Τάσιο.


Χρήστος: Ήτανε γεμάτη η γειτονιά.


Πολίτα: Κόσμος να δεις. Ηύρα τον Μπάτζο με τη Μάρθα και με τον πατέρα του το γερο- Σπύρο με τη Μπάτζαινα και κει γινότανε το ..έτσι κι έτσι.


Χρήστος: Τι γινότανε; Το έτσι κι έτσι;


Πολίτα: Σκοτωνότανε. Ήμουνα γκαστρωμένη στη Σοφία τότε και είχα πάει στον αδερφό μου, που ήτανε πρόεδρος (Σαφράμης) και ερχόμουνα τον κατήφορο, και ακούω μια οχλαγωγία. Κάνω έτσι να δω και τι έχει γίνει και βλέπω το Μπάτζο να έχει πιάσει τη Μάρθα απ’ τα μαλλιά και σβάρνα, σα κουβάρι την έφερνε ίσαμε εδώ. Έτσι που την είδα ελιμάρισα, παιδάκι μου. Κακούργε, του λέω, τώρα πάω στον αδερφό μου, που ήτανε πρόεδρος, να σου φέρει την αστυνομία. Την απαράτησε τότε χάμω. Σηκώθηκε η μαύρη. Ξύλο που’ χε φάει η καημένη η Μάρθα, μη ρωτάς ολότελα. Ηύρα τον Παναγιώτη τον Τσουτσουρούμη με τη γυναίκα του, τον Τρυπίρη με την Τρυπίραινα, τους Στουπαίους από πάνω. Ήμαστε ο Γιώργης ο Μανωλέσης, η Μανωλέσαινα, εγώ. Όταν πέθανε η Μανωλέσιενα, έσκουζε ο Μανωλέσης. Ήτανε πρωί κι έπλενα τα ρούχα στη βρύση του Κοσμά κι έρχεται η πεθερά μου και μου λέει: Μιλτιάδαινα, έτσι μ’ έλεε η συχωρεμένη. Πέθανε η γριά Τάσαινα και ο Μανωλέσης είναι μόνος και σκούζει. Δεν είναι κανείς εδώ. Εγώ είχα τα σκουτιά στη βρύση, τότε ήτανε μόνο μια βρύση…


Λοιπόν, άστα τα σκουτά να τα βγάλω εγώ μου λέει και άει μέσα. Έκανε σα μουρλός ο άνθρωπος. Πέθανε η μάνα του. Της έδωκε ένα σύκο και πέθανε η μαύρη. Η Κοσμού φώναζε τη κυρά Γιώργαινα, αλλά αυτή είχε πάει για τα γίδια, εδώ στα χερώματα. Τι να κάνω τότε. Πάω μοναχή στην αρχή και μετά ήρθε και η γρια Μανωλάκαινα, η Αγγέλω. Την πιάσαμε και τη βάλαμε χάμω στα σαΐσματα, δεν είχαμε και ρούχα τότε, μάτια μου. Σε βάνανε στα σαΐσματα πάνω. Την πλύναμε, τη συγυρίσαμε την ετοιμάσαμε, ανοίξαμε κι ένα μπαούλο και της βάλαμε ότι ηύραμε. Τέσσερις νιφάδες είχε, στο θάνατό της δε βρέθηκε καμία. Ήταν ούλες στη δουλειά. Ήταν η Μήτρω, η Μανωλέσαινα η Χαρίκλεια,η Γκαβομαρία του Δήμου, η Πηγή. Καμία δεν ήτανε, μόνο ο γιος της ο Μανωλέσης. Και πάει η συχωρεμένη. Πιο πάνω είχα τον Πάνο το Μανωλέση με τη Δημήτρω και την Τασιά του Κοκορίλια από κει.


Χρήστος: Υπήρχε ζωή.


Πολίτα: Μην τα ρωτάς.


Χρήστος: Τώρα τι γίνεται;


Πολίτα: Τώρα πάνε. Δεν έμεινε ψυχή δω χάμου. Δε βλέπω άνθρωπο. Είμαι σαν έρημο πουλί.


Χρήστος: Πώς λέγεται εδώ η περιοχή, η γειτονιά; Γκαγκαδάς;


Πολίτα: Όχι, Μουρτάνα λέγεται. Ήτανε το ρέμα της Μουρτάνας. Ήτανε το αυλάκι που ερχότανε απ’ του μπάρμπα του Τάση, τον κατήφορο.


Χρήστος: από πού μέχρι που είναι η Μουρτάνα;


Πολίτα: είναι από του Θρασύβουλου, από δω τα Μπραβαίικα, του Ντάκουρα..


Χρήστος: Και μέχρι που πάει; Μέχρι εδώ στης Χαρίκλειας του Κουτσοδήμου;


Πολίτα: Πάει πέρα μέχρι του Λιακοπάνα, του παπα-Θανάση.


Χρήστος: Απ’ το δρόμο και κάτω λέγεται Μουρτάνα; (ο δρόμος από το δημοτικό σχολείο προς του γκαγκαδά)


Πολίτα: Ναι, ετούτη η γειτονιά μέχρι του Σπουδαίου και από κει έφτιαξε η Χαρίκλεια του Κουτσοδήμου.


Χρήστος: Είχε κανένα μαγαζί η περιοχή;


Πολίτα: Όχι, όχι. Μόνο ο Γυφτοθόδωρος είχε το σιδηρουργείο κι ερχότανε κόσμος κι εδουλεύανε. Καλός άνθρωπος ήτανε. Καλή γειτονιά είχαμε. Ο μπαρμπα-Γιώργης από πάνω με τη Γιώργαινα. Όλοι εδώ χάμω μένανε. Οι Σμεραίοι, οι Βουρτσιαναίοι. Αγαπημένοι γειτονιά ήμασταν. Ποτές δεν εμαλώσαμε εδώ χάμω. Όλος ο κόσμος ήμαστε αγαπημένοι τότες. Τώρα;


Χρήστος: Τα Κοσμαίικα τ’ αλώνια εδώ από κάτω είναι;


Πολίτα: Το αλώνι το κοσμαίικο ήτανε κήπος και το έδωκε τότε ο πεθερός μου για να κάνουνε αλώνι, έχω κι άλλο οικόπεδο από πάνω, και το μοιράσαμε. Το μισό ήτανε του μπαρμπα-Γιώργη και το μισό δικό μας και το δώκανε για να φτιάξουνε αλώνι και ν’ αλωνίζουνε και βάλανε ο καθένας πέντε πλάκες για να’ χουνε δικαίωμα ν’ αλωνίζουνε.


Χρήστος: Έτσι γινότανε τότε;


Πολίτα: Ναι. Ούτε χαρτιά ούτε τίποτα. Πέντε πλάκες έβαλε ο Σαρμπάνης ο Νίκος, πέντε πλάκες έβαλε ο Γιωργίκος με τον αδερφό του, τον Ντάκουρα, και ο Ρόκος με το Νίκο. Ο Ρόκος με το Νίκο είχανε ένα μερδικό. Ένα μερδικό είχανε κι ο Γιωργίκος με τον Ντάκουρα.


Χρήστος: Κι όλοι αυτοί είχανε δικαίωμα να αλωνίσουνε;


Πολίτα: Ναι. Πρώτα αλωνίζαμε εμείς. Είχαμε ολόκληρο μερδικό. Ένα ο πεθερός μου, ένα ο μπαρμπα-Γιώργης. Έπειτα το πούλησε ο μπαρμπα- Γιώργης, που φύανε από δω, και το’ χω αγορασμένο εγώ και το οικόπεδο του μπαρμπα-Γιώργη και τ’ άλλο.


Χρήστος: Αυτοί που βάζανε τις πλάκες είχανε μόνο δικαίωμα ν’ αλωνίσουνε ή και ιδιοκτησίας;


Πολίτα: Μόνο ν’ αλωνίσουνε. Μου ’λεγε ο Πάνος χτες, ρε μάνα, αφού το χωράφι ήτανε Κοσμαίικο γιατί… και του λέω αει πέρα από τη Γιωργίτσα να σου ειπεί να βάλεις τ’ αλώνια. Δεν κοτάς να βάλεις τίποτα. Πάει τα πράματα. Ξέρεις πως φωνάει. Έπρεπε να’ μουνα νέα να πάω να μπλέξω με τα δικαστήρια. Βρε ήτανε Κοσμαίικο το χωράφι. Το αλώνι του Κοσμά.


Χρήστος: δηλαδη βάζανε τότε τις πλάκες για να’ χουνε δικαίωμα ν’ αλωνίσουνε.


Πόσα αλώνια είναι από κάτω; Είναι δύο, τρία;


Πολίτα: Είναι το Μπραβαίικο. Πιο κάτω είναι η Τσότσαινα.


Χρήστος: Τ’ αλώνι αυτό το βρήκες φτιαγμένο ;


Πολίτα: Το βρήκα φτιαγμένο. Μου τα ’λεε ο πεθερός μου. Είχε κάτι ασβέστια εδώ ριγμένα και τότε ήθελε να δώκει τον κήπο. Τους έδωκα τον ασβέστη και τους έβαλα μέσα ν’ αλωνίζουν. Ήταν αγαπημένα και ήσανε και συγγενείς. Και γειτόνοι και συγγένεια. Ο πεθερός μου με το Γιωργίκο ήσαν πρώτα ξαδέρφια. (Τη συγγένεια την ξέρω αλλά να τη θυμηθώ)


Χρήστος: Πώς παντρεύτηκες τον μπαρμπα-Μιλτιάδη; Με συνοικέσιο, με συμπάθεια; Πώς;


Πολίτα: Η μάνα του Σωκράτη τα ’φτιασε, η Σωκράταινα, η Ρήνα (Σωκρατογιανια).


Χρήστος: Ήσασταν φιλενάδες;


Πολίτα: Πού τους ήξερα γω. Η γιαγιά του Σωκράτη, η μάνα της και η γιαγιά μου η Πολίτα ήσαν πρώτες ξαδερφάδες. Ο πατέρας μου και η Σωκράταινα, η γιαγιά του Σωκράτη, είναι δεύτερα ξαδέρφια. Εγώ τώρα με τον πατέρα του Σωκράτη είμαστε τρίτα ξαδέρφια.


Εγώ τότε, μάτια μου, έμεινα ορφανή. Πέθανε ο πατέρας μου και έμεινα 20 χρονών ορφανή. Η Μαρία είναι 8 χρόνια μικρότερη από μένα. Από προξενιά, άστα, γιε μου. Η Ρήνη με τη Σωκράταινα ηθέλανε να τον παντρεψουνε με άλλη το μελτιάδη.. Τούτος εδώ δεν την ήθελε. Ναι, τα’ χανε καλά, αλλά δεν την ήθελε. Πάει μια μέρα ο παππούλης του Σωκράτη, ο γερο-Κώστας, ο πεθερός μου, ήτανε σύμβουλος και ο αδερφός μου πρόεδρος και πάει εκεί απάνω και φτιάχνανε κατι χαρτιά. Πάει εκεί πάνω και του λέει η Ρήνη, Θεός σχερέστη, συχωρεμένος και ο Μιλτιάδης μου, να πας να πάρεις την κοπέλα που σου είπα (εννοούσε την άλλη).


Ο Μιλτιάδης είπε επειδή με ζητάγανε, γιατί εκείνων τη δίνει ο Παπαγιάννης και δε θα μου τη δώκει εμένα. Και πετάγεται η κουνιάδα μου και του λέει, είσαι με τα καλά σου που θα σου δώκει εσένα ο Παπαγιάννης την τσιούπα. Γιατί των αλλωνών τη δίνει, και μένα δε θα μου τη δώκει. Ήξερε τα ονόματα των αλλωνών που με ζητάγανε.


Λέει του Ηλία θα πας εκεί εκεί εκεί. Δε γύριζε γνώμη εκείνος πουθενά. Σηκώνεται η Ρήνη και έρχεται εδώ κάτω και λέει του πατέρα της, του πεθερού μου. Μην καρτερείς εκεί που θέλεις να πάει ο Μιλτιάδης. Δεν πάει. Ξέρεις τι θέλει; Τι θέλει; Την τσούπα του παπα-Γιάννη, του λέει. Α, το λυκοφαγωμένο, λέει ο συχωρεμένος. Ετούτο είναι με τα καλά του; Αφού το’ πε έτσι η Ρήνη θα πάω να τη γυρέψω. Πριν έρθει εκεί απάνω, εγώ έκανα στου Δρομονερι τα χωράφια, εγώ έκανα το ζευγάρι και η Μαρία έσπερνε, ήρθε απ’ του Γκράβαρη απ’ το πρωί ίσα με το βράδυ και καθότανε σ’ ένα βράχο να δει πως εγύριζα το ζευγάρι, πως ετούτο πως το άλλο. Έκανε η Μαρία, ρε τον κοψοκέφαλο δε μας άφηκε σήμερα να πάμε να κατουρήσουμε. Έφυε το βράδυ. Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε στον αδερφό μου γιατί φτιάχνανε τα χαρτιά.


Χρήστος: Τι χαρτιά φτιάχνανε;


Πολίτα: Προεδρίστικα. Ήτανε σύμβουλος. Ο αδερφός μου ήτανε πρόεδρος και υπογράφανε χαρτιά. Και έρχεται και λέει: ξέρεις εγώ τον έφτιαξα το φούρνο.


– Και εμείς εδώ καλά είμαστε του λέω. Είπε και είπε, αλλά εγώ δεν έδωσα σημασία. Ούτε είχα ιδέα, Χρήστο μου. Πάει και του λέει, Ξέρεις, Γιώργη μου, τι θέλω; Τι θέλεις, μπαρμπα-Κώστα; Του απαντάει. να γένουμε συγγενείς.


– Τι λες του λέει. Ναι, να πάρουμε την Πολίτα στο Μελτιάδη. Ο Γιώργης του απαντάει: Ε, θα το συζητήσουμε. Εσηκωθήκανε, μόλις τελειώσανε τα χαρτιά, επήανε από κάτω απ’ τον Αϊ-Γιώργη και συζητάγανε για το προξενιό. Την άλλη μέρα σηκωθήκανε και πήγανε εκεί πάνω στο Σωκρατογιάννη και έπεσε απάνω ο Γιώργης και η Ρήνη και τα φτιάσανε εκεί πάνω. Τότε όπου θέλανε οι γονείς. Εγώ, μάτια μου, δούλεψα απο τα 20 χρόνια ορφανή, μ’ άνθρωπο δεν ήξερα καλημέρα.


Χρήστος: Πόσο χρονών έμεινες ορφανή;


Πολίτα: 20 χρονών. Η Μαρία ήτανε 14.


Χρήστος: Από τι πέθανε ο πατέρας σου;


Πολίτα: Είχε ένα λέμφιο σάρκωμα πίσω από την καρδιά και γύρισε ένα σωρό γιατρούς. Είχε πάει στην Πάτρα και ήρθε και μου είπε: Πέρασα, μάτια μου, 17 γιατρούς και κανένας δε μου’ πε τι έχω. Κι ένας πούστης στρατιωτικός γιατρός μου’ πε ότι έχω ένα φακόσπυρο πίσω από την καρδιά. Είναι καρκίνος και έχω δυο χρόνια ζωή. Από κει πήγε στο νοσοκομείο, στον Ευαγγελισμό, κι έκανε δυο χρόνια στον Ευαγγελισμό. Κι η μάνα μου από κοντά σου λέω. Και εγώ έκατσα και φύλαξα το σπίτι, το Παπαγιαννέικο και γύρισε. Ο αδερφός ουλο τόλεγε,τη τιμωρία που έχει περασμένο η Πολίτα…


Ίσαμε που με παντρέψανε και μου δώκανε εδώ κάτω.


Χρήστος: Καλά πέρασες.


Πολίτα: Άκουσε να σου πω, Χρήστο μου, βρήκα και καλά και λωβά. Εγώ ηύρα μεγάλη οικογένεια εδώ μέσα. Ήσανε όλα τα κουνιάδια μου ανύπαντρα και ήσανε όλα εδώ. Η Πετρούλα ανύπαντρη. Μόνο η Ρήνη ήτανε παντρεμένη εδώ μέσα.


Το 49 πέθανε ο πατέρας μου. Τη μια Κυριακή πέθανε ο πατέρας μου, την άλλη επαντρεύτηκε η μάνα σου. Μας εκάλεσε και η γιαγιά σου στο τραπέζι. Οχτώ μέρες ήτανε πεθαμένος ο πατέρας μου. Το 49 Ήρθα εδώ, Χρήστο μου, κι ήταν ο Χρήστος ανύπαντρος, ο Χαράλαμπος ανύπαντρος. Ο Τάκης επάαινε κι ερχότανε. Η Πετρούλα ανύπαντρη. Δυο γέρους είχαμε. Βάσανα. Τόσα παιδιά εδώ μέσα.


Χρήστος: Σ’ ένα δωμάτιο όλοι.


Πολίτα: Εμείς το φτιάξαμε τούτα. Το δωματιάκι. Ήτανε αβέρτο το σπίτι και βάνανε το αραποσίτι. Χωριάτικα πράματα, παλιά. Παντρεύτηκα το Γενάρη του 53. Ο Χαράλαμπος τα’ φτιαξε με την Αγγέλω και του’ δωσε ο πατέρας του και πήγε στου Μπλάτση και παντρεύτηκε τον Αύγουστο. Εδώ τον κάναμε το γάμο, εδώ όλα. Ήταν τα χρόνια δύστυχα. Έφταιξε και ο αδερφός μου. Πέρασα πολλές στενοχώριες εδώ κάτω. Να του πει ο αδερφός μου. Τι θέλεις μπαρμπα- Κώστα; Τότε εσυζητάγανε τις προίκες. Τι θέλεις; Τι ζητάς, του είπε ο αδερφός μου. Ο μπαρμπα- Κώστας του ζήτησε 10 στρέμματα χωράφια ποτιστικά. Εμείς εκείνα τα χρόνια ξέραμε μεροκάματα, δεν ξέραμε να τραβάμε την ταινία. Ναι, αλλά ο αδερφός μου να του πει, μπαρμπα-Κώστα έχεις τόση οικογένεια, τόσα παιδιά. Θα δώκω 10 στρέμματα της αδερφής μου, χώρισε και συ ένα δωμάτιο σπίτι του παιδιού σου και δος και συ 5 στρέμματα χωράφια να ζήσουν. Πώς θα ζήσουνε αφού παντρεύονται; Δεν το είπε ο Γιώργης. Ύστερα ο συχωρεμένος έκατσε και αρχίνισε η γκρίνια. Θα μετρήσουμε τα χωράφια. Δε βγαίνανε. Με κορόιδεψε ο αδερφός σου. Τι κάνει ο πεθερός μου. Έρχεται εδώ και μου λέει: Ξέρεις δε βγαίνουν τα χωράφια που’ μου δωκε ο αδερφός σου. Εγώ, πατέρα, του είπα, ξέρεις πως με αγάπαγε, και με τη Ρήνη χρυσή ζωή περάσαμε. Θα πάω να τα μετρήσω, μου είπε. Μόλις μου το είπε, σπάραξε η καρδιά μου. Ήμουνα ορφανή. Έβλεπα τ’ αδέρφια μου και μια αδερφή ανύπαντρη. Μόνο τη Στυλιανή είχαμε παντρεμένη. Να πάω να κυνηγήσω τ’ αδέρφια μου. Ότι μου δώκανε μου δώκανε. Και του είπα, εγώ δεν ήρθα γυρεύοντας ούτε αγάπη είχα. Ήρθατε με το ζόρι και είχατε στείλει ένα μπετόνι λάδι να φτιάσουμε το προξενιό, να με πάρετε. (Με πλέρωνε. Έφερνε λάδι. Ήταν έτσι σαν έμπορος). Γύρισε και μου’ πε: Η Ολυμπία του Λάππα εμοίρασε και το κουτάλι και το πιρούνι του Δήμου του Φούρκα.


Εγώ τότε ήμουνα ορφανή, γιατί ήρθατε να με πάρετε; Πετάεται και μου λέει: ήξερα ότι έχεις να κάνεις. Εγώ τότε στεναχωρήθηκα πολύ και είπα: θα πάω να πινιγώ, στα αδέρφια μου δεν ξαναγυρίζω πίσω, ότι μου δώκανε μου δώκανε. Ένα μήνα έκανε ο πεθερός μου να μου κρίνει που του’ πα τούτη την κουβέντα. Μου χόλιασε, πάει τέρμα. Ύστερα μου το συμπληρώσανε. Βγάλανε ένα κομμάτι χωράφι ο αδερφός μου και ησυχάσανε. Αλλά ύστερα βγάλανε σαν όλα τα παιδιά, μάτια μου, γκρίνιες, ξέρεις από οικογένεια, φτώχειες. Εγώ αρχίνισα κάθε έντεκα μήνες κι από ένα παιδί. Σε δυόμισι χρόνια τρία παιδιά έκανα. Οι τσούπρες μπροστά. Κάθε έντεκα μήνες κι από ένα. Κι ύστερα αρχίσανε την γκρίνια και ο Χαράλαμπος του’ χε δώκει και την προίκα εφώναξε με τον πατέρα του. Του’ χε δώκει πρόβατα, γίδια, χωράφια. Τη μισή περιουσία του την είχε δώσει για να πάει σώγαμπρος στου Μπλάτση. Ε, τ’ άλλα παιδιά είπαμε κι εμείς. Την Πετρούλα την είχανε προικισμένη, της είχανε δομένο. Της είχανε φτιάσει σπίτι στην Αθήνα. Η κουνιάδα μου, η Ρήνη, δεν τη βρήκα εδώ. Ήτανε παντρεμένη. Ότι της είχε δομένο ο πεθερός μου της είχε. Να λέω το σωστό ούτε η γυναίκα είπε τίποτα τότε που ήρθα εγώ εδώ κάτω ούτε μοιρασιά ούτε τίποτα. Θεός σχωρέστη. Θέλαμε να πάμε στην Αυστραλία.


Χρήστος: Θέλατε να φύγετε;


Πολίτα: Γυρίσαμε όλους τους γιατρούς με τον Κάβουρα. Αθήνα, πάτρα ,πέρα Γαστούνη. Και βγήκανε όλα πεντακάθαρα. Και ήμουνα γκαστρωμένη στον Κώστα. Δυο κορίτσια είχα τότε. Και μόλις εβγήκανε, μάτια μου, ετοιμαστήκανε τα χαρτιά, τα’ χω τα βιβλιάρια, έκλεισε τότε η Αυστραλία για είκοσι μέρες και μετά να πάμε. Και να πάνε τα κορίτσια με το Μιλτιάδη με το καράβι κι εγώ με το αεροπλάνο, γιατί ήμουνα έγκυος. Μόλις ερχότουνα τ’ άλλα χαρτιά να φύγουνε, λέει ο πεθερός μου: αν τα στείλουμε στην Αυστραλία, δε θα τα ξαναδούμε. Μετάνιωσε πια ο πεθερός μου και πιάνει ο Γιώργης τα χαρτιά, που ήτανε πρόεδρος, και βρίσκει πενήντα στρέμματα εκεί κάτω στο Κιάτο και πήαμε και κάτσαμε εκεί.


Χρήστος: Ναι.


Πολίτα: Ναι, τι ζωή ήτανε εκείνη, ρε Χρήστο. Ερχότανε η Ρήνη, πηαίναμε και στις ελιές, στη σταφίδα. Εδώ χάμω ήτανε η θάλασσα, στη Νεράντζα και βγαίνανε τα ψάρια. Οκτώ κιλά παλαμίδα. Έπαιρνες μία την έψηνα στο φούρνο και τρώγαμε η φαμελιά και όλοι. 50 στρέμματα γης εδούλεψα εκεί κάτω και έβγανα ντομάτες, κάθε δεύτερη μέρα τρυγάγαμε. Τι πεπόνια, καρπούζια, τι πράματα ήσανε εκείνα εκεί. Και ήρθε ο πεθερός μου και φόρτωσε για να’ ρθει εδώ να δώκει στο χωριό. Ύστερα μετάνιωσε. Και είπε να πάμε πάλι στο χωριό και του είπα: α, πατέρα ένα μποστάνι έκανα, δεν ξαναπάω στο χωριό. Μ’ έδιωξες, μ’ έδιωξες. Αλλά η τύχη…. Τον πήρε το αυτοκίνητο μπροστά. Εμείς κόβαμε ντομάτα. Ήρθε η αστυνομία εκεί πέρα και είπε: κυρία Κοσμά, ο γέρος εχτύπησε. Πού χτύπησε; Του λέω. Ρε Μιλτιάδη, πού βάρεσε ο πατέρας σου, με ποιον τσακώθηκε; Δεν κατάλαβε. Πού τον έχετε; ρώτησε. Στο νοσοκομείο στο Κιάτο, του είπανε. Επήαμε στο Κιάτο. Έκατσα κοντά εγώ. Ο Μιλτιάδης εμάζεψε την ντομάτα. Ηθέλανε να’ ρθούνε να φορτώσουνε. Ερχότανε κάθε δεύτερη μέρα και διαλέανε. Τεράστιοι σωροί. Σου λέω 50 στρέμματα. Την πρώτη χρονιά το’ χαμε σπείρει σιτάρι και βγάλαμε 4 τόνους στάρι, Χρήστο.


Χρήστος: Γιατί γυρίσατε πάλι πίσω στο χωριό;


Πολίτα: Σκοτώθηκε ο πεθερός μου. Τι να την κάναμε την μάνα τους; Ήσανε άλλα πέντε παιδιά από πίσω. Δεν την έπαιρνε κανείς την πεθερά μου. Ο Σωκράτης μπορεί να τα ξέρει αυτά. Είπανε του Χαράλαμπου, δεν την έπαιρνε. Ήταν ο Χρήστος, δεν την έπαιρνε. Ήτανε ο Τάκης, δεν την έπαιρνε. Η Περούλα έλεγε: ή θα έρθεις Μιλτιάδη στο χωριό ή τη βάλουμε στο γηροκομείο. Όταν άκουσε η γριά για το γηροκομείο έγινε άλλος τ’ αλλουνού. Έρχεται κάτω και μου τα λέει. Τι να την κάνουμε; Πάρτη του λέω θείε εδώ. Φέρ’ την εδώ. Αφού το ξέρεις, η γριά δεν έρχεται εδώ. Δεν ήταν και τόσο στα καλά της η γριά. Λοιπόν, θα πάμε στο χωριό. Τι είπες του λέω; Θα πάμε στο χωριό. Τι είπες του λέω; Τσακωθήκαμε εκεί με το Μιλτιάδη. Που θα πας στο χωριό, αφού είχα φτιάσει σπίτι κουρντισμένο εκεί κάτω, είχα βόδια, γίδες, κουνέλια, 100 εκατό κουνέλια, κότες, περιβόλια, φαρμάκια και να σηκωθούμε να πάμε στο χωριό; Που να πάμε στο χωριό του λέω, Μιλτιάδη. Όχι, θα πάμε, θα πάμε, θα πάμε. Εγώ τη μάνα μου δεν την αφήνω. Αφού δεν την θέλει κανένας άλλος, εγώ τη μάνα μου δεν την αφήνω. Όπως σου το λέω: θεός να σε συγχωρέσει. Θες να πας να με καταδικάσεις, του λέω, με τη φαμελιά, τέλος πάντων.


Χρήστος: Για ποια χρονιά μιλάμε;


Πολίτα: Το ’58 σκοτώθηκε ο πεθερός μου επήαμε. Ήρθε εδώ ο Μιλτιάδης και του λένε: θα έρθεις, για να μην πάρουμε τη μάνα μας,και ότι ι έχουμε εμεις…. Ο Χρήστος και ο Τάκης ήτανε στην Αθήνα, και να πάρουμε τα παιδιά στην Αθήνα και να περάσουμε χρυσή ζωή, αλλά να κάτσεις με τη μάνα μας, να τη τηράξεις. Πως τον κάνανε; Του λέω του Μιλτιάδη. Θα πας στο χωριό αλλά θα πεις στη μάνα σου να σου κάνει ένα κομμάτι χωράφι, έτσι δεν είναι ρε Σωκράτη, που θα πας ξεκάρφωτος, χωρίς ένα κομμάτι χωράφι. Γυρνάει και μου λέει: εσύ το λες; Που δεν ξέρεις τι έχουνε τα αδέλφια μου εκεί κάτω στην Αθήνα. Του λέω: Μιλτιάδη, θα βαρέσεις το κεφάλι σου, θα σου μοιράσουνε και την πέτρα. Αυτά τα λες εσύ μου απαντάει. Ήρθαμε εδώ, εγώ έκατσα εκεί κάτω. Έρχεται εδώ. Τα συμφωνήσανε όλοι έτοιμα. Σπίτι δε θέλουμε τίποτα. Αν θα φτιάσουμε, θα φτιάσουμε το Ραμαντανέικο. Η Πετρούλα ήταν παντρεμένη. Μόλις ήρθε εδώ ο Μιλτιάδης δεν τον αφήκανε να έρθει εκεί κάτω και τι κάνει. Πάει και πιάνει τον αδελφό μου το Λια, που τα θυμάμαι, νύχτα τα θυμάμαι και κλαίω, δε βγαίνουν από μέσα αυτά, και φέρνει ένα αυτοκίνητο του Νιόνιου, που έφερε τα γάλατα και μου παραγγέλνει: ή έρχεται απάνω ή εγώ δεν πάω εκεί κάτω. Θα τη χωρίσω. Έρχεται ο αδελφός μου εκεί κάτω με το χάραμα. Έτσι και έτσι. Εγώ δεν πάω απάνω. Σήκω απάνω. Μ’ αρπάζει ο Λιας. Όσο να σηκωθώ εκατό κουνέλια, να τώρα που σας μα του θεού, να ψοφήσουν μονοκοπανιά χάμω. Εκατό κουνέλια, κότες εψοφήσανε. Τις γίδες τις εφορτώσανε απάνω. Ότι είχα. Ολόκληρο νοικοκυριό, όπως είμαι εδώ ήμουνα κι εκει κάτω. Το φορτώσαμε και τα κουβαλάγαμε η Μαρία απ’ το Μητσιανη. Ήρθαμε εδώ. Εντάξει, εντάξει. Εκάτσαμε 11 χρόνια με την πεθερά μου.

 

Σχόλια

  1. Τα ποτάμια ακουμπάνε την ψυχή τους στις όχθες.
    λούζονται τα χνάρια και ταξιδεύουν
    πίνουν μα δεν μεθάνε κυνηγημένοι αετοί
    μα αφήνουν το κορμί τους να βουλιάξει
    μέλισσες κεντάνε το βυθό για να γλυκάνουν το πόνο
    μνήμες ανάλαφρες ταξιδεύουν στον αφρό
    πότε σαν χάδι ,και πότε σαν σπηλιά ξωτικών

    Αφιερωμένο στους κυνηγημένους κατσικόπουλο και τεμπέλη στα τελη του 1943

  2. Και για όσους θέλουν,αν θέλουν, να μάθουν ποιοί ήτανε οι συνεργάτες των γερμανών και οι δοσύλογοι του χωριού μας, ας διαβάσουν την ιστορία της αντίστασης στην Πελοπόνησσο γραμμένο από έναν ειδικό.Από τον Περικλή Ροδάκη. (αυτό, γιατί έχει σχέση με το κείμενο-αφιέρωση του Μελωδού).

    • κατα και`μενη Αραχωβαι!

  3. Δεν ξερω αν και ποτε καηκε η Αράχωβα,αλλα το Δύστομο και τα Καλάβρυτα κάηκαν σιγουρα πάντως.

  4. Θέλω να αγνοώ «ανθρώπους»….. που έβαψαν με αίμα τα χέρια τους ,χωρίς να υπερασπίζονται κάποια αξία , κάτι πολύ μεγάλο,ας πούμε πατρίδα ,σπίτι οικογένεια…..το πολιτισμό τους δηλαδή
    Στη ….δήθεν εντολές απο το κόμμα,, αφου ματοκύλισαν το χωριό ,είτε με τα χέρια τους,» ΕιΤΕ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. ΤΟΥΣ»…γυρισαν και γράφουν απομνημονεύματα …ιστορίας!!!
    Μόνο που στις σελίδες τους αντί για μελάνη έχει, το αδικοχαμένο αίμα ….του Τάση του Μπράβου του καραίσκου ,της Μανωλάκαινας, του Χρήστου του καγιά ,του Θόδωρου του Κολλιόπουλου…καί πόσων …άλλων…άραγε…
    Αφιέρωσα ένα ποίημα στους ανιδιοτελείς αγωνιστές, κατσικόπουλο και τεμπέλη για τη στάση τους απέναντι στους καταχτητές .
    Και βέβαια δεν το συνδέω με όποιον έβαλε αυτή τη στολή…

  5. Ε, και οταν ειχανε ελεύθερο χρόνο,χρόνο για χάσιμο δηλαδη, ρίχνανε καμια ντουφεκια και σε κανα γερμανό. Ετσι για πλάκα, μήπως και παρουνε κανα γαλόνι απο το κόμμα…

  6. Και επειδη μαλλον εισαι και μικρός, πρεπει νασαι τουλαχιστον και δικαιος, οταν αναφερεσαι σε ιστορικα και αποδεδειγμενα γεγονοτα,μαζι με τους παραπανω πραγματικους και αγνους,στην κυριολεξια, αγωνιστες, υπηρχε και ένας τριτος με το ονμα Τεντακος. Αμα θες τωρα γραψε την ιστορια του και το τραγικο τελος του.

  7. η γιαγια η πολιτα μου εχει πει και εμενα για την πετρα του φιδιου


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Kατηγορίες

Αρέσει σε %d bloggers: