ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Καλημέρα κανακάρη μου. Είδες εκείνο τον αχαΐρευτο το αδερφό σου το κοπρίτη;
ΚΟΠΡΙΤΗΣ : Εδώ είμαι μπαμπάκο .Θέλεις τίποτα; Μήπως θέλεις λεφτά;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και που τα βρήκες εσύ τα λεφτά , ρε κοπρίτη;
ΚΟΠΡΙΤΗΣ : Στο μπαούλο!!!Εκείνο που είχε φέρει ο μπάρμπας ο Νιόνιος
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σιγότερα ρε ,μην φωνάζεις. Αλήθεια λες; Είχε λεφτά το μπαούλο;
ΚΟΠΡΙΤΗΣ (άνετος) Ναι ρε μπαμπάκο, αφού τα έδειξα και στο Λαζαρίδη.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γιόκα μου, λεβέντη μου, καμάρι μου, έλα μου εδώ! Έλα να σ΄ αγκαλιάσω. Για πες μου, τι βρήκες στο μπαούλο, και τι έδειξες στο Λαζαρίδη;
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Βρήκα είκοσι κατομμύρια μπαμπάκο.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (πετάγεται όρθιος). Ποιος ήρθε; (Πέφτει κάτω στο χώμα… παρακαλετά). Νερό ρε Κολητήρι. Λίγο νερό ρε παιδιά…
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Θερμό πατέρα, για να λουστείς;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (αγριεμενος). Ρε δώσε μου μια πετσέτα βρεγμένη να βάλω στο κεφάλι μου.
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Έλα πατέρα πάρε.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι είναι τούτο ρε; Ρε βρεγμένη σανίδα μου ‘φερες;
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Αφού τις άλλες φορές σανίδα μου ζητάς, είπα και γω θα μπερδεύτηκες από το πέσιμο;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (παραπονιάρικα). Όχου, άσε με στη φτώχεια μου. Άσε με στη ριμαΐλα μου!!!Πόσα είπες κοπριτάκο μου, λεβεντονιέ μου;
ΚΟΠΡΙΤΗΣ : 20 κατομύρια ρε πατέρα. Πήρα τα δέκα τα έδειξα στο Λαζαρίδη, του έδωσα τα πέντε και κράτησα τα άλλα πέντε.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τιιι; Του έδωσες τα πέντε εκατομύρια. Ρε π΄ ανάθεμα το πατέρα σου… Τον έβαλες να σου υπογράψει κανά χαρτί;
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Τι χαρτί ρε πατέρα, για κουτό μ΄ έχεις; Με κέρασε ένα παγωτό από τα ακριβά και πατσίσαμε
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι; Παγωτό; Όχου μανούλα μου!!! Του το φτιάξαμε το σπίτι του Λαζαρίδη!!! Όχου λεφτουδάκια μου, που σας είχα στο μπαούλο μου και δεν το ‘ξερα ο δόλιος. Όχου, αμ γι΄ δαύτο μοίραζε πιεστικά ο Λαζαρίδης…
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Τι πιεστικά ρε μπαμπάκο;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (καταβεβλημένος) Όχου!!! Είχα πάει στο γιατρό, είχε λίγο πίεση η κερασιά. Ωχ δεν είμαι καλά, τι λέω άνθρωπος μανούλα μου….κεφαλάκι μου…
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Ρε πατέρα έχουν πίεση οι κερασιές;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αφήτε με μωρέ. Εγώ είχα πίεση και ο γιατρός κοίταζε τη κερασιά εκείνη την ώρα.
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Και κοίταξε και σένα;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ναιιιιι.
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Κοίταξε και σένα και τη κερασιά που κάνει κεράσια, ο γιατρός ;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αφού σου είπα ναιιιί…
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Και υπάρχει γιατρός που κοιτάζει κερασιές, και που κοιτάει ανθρώπους και παίρνει και τι πίεση;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ναιιι σου είπα. Μου γράψε και συνταγή ο άνθρωπος.
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Και γράφει συνταγές σε ούλους όσους κοιτάει;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε, ναι σου είπα.
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: κοπρίτη το νου σου, πάω να φωνάξω τη μάνα… ο πατέρας δεν είναι καλά. Είδε λέει το γιατρό να γράφει συνταγή στη κερασιά.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άτιμε Λαζαρίδη με κατέστρεψες. Αμ γι΄αυτό έλεγε στο γιατρό «είχα εγώ ρεντιστικό, ρε γιατρέ να στο χαρίσω, που πήγες και πήρες καινούργιο. Τι να το κάνω εγώ το ρεντιστικό τώρα; Πάει το αμπέλι το χάλασα. Για αμπέλια είμαστε τώρα». Πήρε τα εκατομμύρια και το ‘ριξε στη ξάπλα ο Λαζαρίδης. Έλα εδώ κοπριτάκο μου, αητέ μου, κολώνα της καλύβας μου. Τι άλλο σου είπε ο Λαζαρίδης ;
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Μου ‘πε φέρε μου τα μισά να ‘χουμε για κανά πανηγύρι. Και αν έχεις και τίποτα άλλα φέρτα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και εσύ του τα ‘δωσες;
ΚΟΠΡΙΤΗΣ : Πως κάνεις έτσι ρε πατέρα; Από ‘κεινη τη ώρα, όπου με ιδεί ο άνθρωπος με κερνάει παγωτό.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Παν τα λεφτάκια μου φτερακίσανε …άλλα στου Κόκκου, άλλα στου Ρούβαλη και άλλα για τα πανηγύρια. Όχου, βιός που πέταξες μέσα απ΄το μπαουλάκι μου.
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ Πατέρα γεια.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Οχ οχ οχ πάνε τα μισά λεφτάκια μου…
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ Γειά σου πατέρα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όχου, όχου
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ Σου ‘χω νέα πατέρα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν θέλω άλλα νέα με χόρτασε ο αδερφός σου.
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ: Έχω καλά νέα πατέρα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αν είναι σαν του χαραμοφάη του αδερφού σου άστα καλύτερα, γιατί έχω να φάω δύο μέρες και θα βαρυστομαχιάσω.
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ: Μου είπε ο Λαζαρίδης ότι θέλει να αγοράσει…
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (αγριεμένος). Τι έκανε λέει; Τι είπες ρε; Μην το ξανακούσω αυτό το όνομα …γιατί μ’ ανεβαίνει η πιεση. Λέγε ρε, τι σου είπε;
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ: (φοβισμένος) να με ρώταγε αν έχουμε κανά μπαούλο παλιό…
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και εσύ τι του είπες;
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ. Ότι είχαμε ένα μπαούλο με παλιοπράματα και το δώσαμε το πρωί σε ένα γύφτο όπως ήτανε, γιατί έπιανε το τόπο. Άσε που είχε και σκόρο!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι έκανε λέει;
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ: Ναι. Και λέει ο λαζαρίδης…
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε άστο Λαζαρίδη να λέει, με το μπαούλο τι έγινε;
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ: Εντάξει το ταχτοποιήσαμε. Το πλήρωσε ο γύφτος.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όχου όχου πάνε και τ΄ άλλα μου λεφτάκια! Που είναι ο γύφτος τώρα μωρέ; Αμπαρώστε το χωριό, ξαμοληθείτε.
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ: Ρε πατέρα να σου πω τι μου είπε ο Λαζαρίδης;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (αγανακτισμένος). Πες το, που να λυσσιάξει για Λαζαρίδης, πες το.
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ: Αν έχουμε και κανα άλλο μπαούλο τέτοιο σαν το άλλο που πήρε ο γύφτος το θέλει.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Όχου παράτα με!!! Και γω το θέλω το άλλο αλλά που να το βρω το ρημάδι
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Γεια σου Καραγκιόζη.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Καλώς το μπάρμπα. Γιατί παραπατάς ρε μπάρμπα;
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Ήμουν στο καφενείο και έφαγα πολύ.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και δε μου λες ρε μπάρμπα, εγώ γιατί παραπατάω όταν είμαι νηστικός και συ όταν είσαι φαγωμένος. Ρε μπας και την ήπιες;
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Ε, ήπια με και λιγάκι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και με ποιον τα ‘πινες μπάρμπα;
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Ήταν πολλοί. Ήταν ο Θανάσης ο πρόεδρος, ήτανε ο Μιχάλης, ήτανε και ένας γύφτος, αλλά τι γύφτος… άρχοντας. Πολύ χαρτί. Τι να σου λέω. Στα πέντε τσίπουρα έδινε πενηντάρι και τα ρέστα τα άφηνε στο μαγαζί. Ούτε ξέρω πόσα χάλασε.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Που θε πήγε τώρα ρε μπάρμπα… κατά που έκανε ;
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Παν τα Μαζέικα με το Μιχάλη και το Θανάση να πάρουνε φορτηγό να φορτώσουνε τα αρνιά. Παίρνει και αρνιά ο γύφτος. Ούλα τα παίρνει και πληρώνει καλά, 8 ευρώ το κιλό! Όχι σα καμπόσους με 5,5 ευρώ. Τυχερός ο Θανάσης με το Μιχάλη.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κοπρίτη φώναξε ένα αμάξι γρήγορα να μας πάει στα Μαζέικα να προλάβουμε το γύφτο.
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Εντάξει πατέρα πάω.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: (τραυλίζοντας) που πας ρε Κοπρίτη πηλαλώντας;
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Δεν άκουσες; Πάω να φωνάξω το Κώστα το Καλιαβό με τη μηχανή να μας πετάξει μέχρι τα Μαζέικα να προλάβουμε το γύφτο.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ: Τι καβαλάτε φτούνους τους διαβόλους που πάνε σαν τα αεροπλάνα. Κάτσε να σου δώσω εγώ το ζο μου.
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Πατέρα, η μάνα μου είπε να μην σκας… και ότι δεν παθαίνεις τίποτα εσύ και να μην ανησυχώ
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Η μάνα σου τα ίδια λέει μια ζωή. Αφού την πήρα εγώ και δεν την άφησα στη μάνα της να πεινάει. Χάθηκε και ‘κείνος ο Κοπρίτης …
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Τρέχοντας πάει ρε πατέρα Τον άκουσα που ‘λεγε στο μπάρμπα ότι πάει να σου φέρει μηχανή.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε πανάθεμα το κεφάλι του, αφού το ξέρει ότι δεν καβαλάω σε μηχανάκια.
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Θα το ‘κανε για γρηγορότερα ρε πατέρα, για να προλάβεις.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Θα με ξεμπερδέψει αυτό σήμερα.
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Πατέρα ο Κώστας είναι στην εκκλησία.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Έφτασε κιόλας; Μπράβο Κοπριτάκο μου αητός είσαι! Παω γρήγορα μην περιμένει ο άνθρωπος
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Καλά ρε πατέρα στα Μαζέικα δεν ήθελες να πας;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ναι.
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Και τότε για τι πας στην εκκλησία;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε πανάθεμα το πατέρα σου και τη μάνα σου μαζί, δε μου ‘πες με περιμένει ο Κώστας στην εκκλησία με τη μηχανή για να προλάβω το γύφτο με το Θανάση και το Μιχάλη;
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Όχι ρε πατέρα, εγώ σου ‘πα ότι είναι στην εκκλησία ο Κώστας, αλλά το Θανάση και το Μιχάλη τώρα τους απάντησα, πάνε στο μπαράκι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε αροπλάνο σου είναι αυτός ο γύφτος. Πότε πρόλαβε και φόρτωσε 200 αρνιά.
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Ρε πύραυλος πρέπει να ‘ναι. Τα φόρτωσε και τα ξεφόρτωσε…
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τα ξηφορτωσε;
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Έτσι άκουσα που ‘λεγε ο Θανάσης.
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ: Εμείς ρε πατέρα για δεν πάμε εκδρομή;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εδώ ο κόσμος καίγεται και συ μου θες βόλτα. Γιατί ποιος πάει εκδρομή;
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ: Ούλοι πάνε. Ακόμα και τα αρνιά;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε πάτε καλά σήμερα ή θέλετε διάβασμα;
ΠΙΤΣΙΚΟΚΟΣ: Ναι ρε πατέρα, αφού άκουσα το Μιχάλη να λέει στο Θανάση «μην το μάθει κανένας, ότι πήγαμε τα αρνιά εκδρομή στα Μαζέικα… καήκαμε!»
ΚΟΛΗΤΗΡΙ: Πατέρα, να τ’ άλλα λεφτά τα βρήκα. Τα ‘χε κρατήσει η μάνα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Λεβέντη μου, κανακάρη μου. Α, ρε μάνα που σας βρήκα. Για να τα ‘νοίξω να τα δω που μου τα ‘χει διπλωμένα και στη πετσέτα της γιαγιάς σου της μακαρίτισσας, της πεθερούλας μου… θιοσχορέστα χεράκια της. (Αγριεμένος και αιφνιδιασμένος )Τι είναι τούτα ρε Κοπριτη;
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Λεφτα;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ετούτα είναι τα χαλασμένα, τα κατοχικά.
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Ναι
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι ναι ρε… που με πέθανες ούλη μέρα σήμερα.
ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Γιατί ρε πατέρα; Που ξέρεις και ‘κείνα που έχουνε οι άλλοι μπορεί να χαλάσουνε από μέρα σε μέρα και συ να ‘χεις περισσότερα! Και που ξέρεις…
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: …ξέρω ξέρω Κοπριτάκο μου… Αμ τίποτα τέτοια θα είχε και ο γύφτος… γι ‘αυτό κέρναγε ούλο το κόσμο… αμ και γι ‘αυτό θα ξεφόρτωνε ο Θανάσης με το Μιχάλη…
ΖΗΤΗΣΑ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΟ ΘΕΜΑ; ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΜΟΥ ΤΙΣ ΕΔΩΣΑΝ ΞΕΡΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΚΑΤΙ……..??????????????
By: ΤΑΒΟΥΛΙΑΡΗΣ on 7 Φεβρουαρίου, 2013
at 5:59 μμ
…….kirie tavoyliari…….tharti kai i sira soy…….
…εχει στουμπια …η μαλμιγκα
By: korios on 7 Φεβρουαρίου, 2013
at 9:28 μμ