Του Νοσταλγού
Να μια ηρωίδα,να ένα πρότυπο!!!
Ένας χρόνος και κάτι που η γειτονιά της περαβρύσης…. λιγόστεψε!
Τα παράθυρα κλειστά, ο κήπος ξεράθηκε, τα λάχανα φέτος δεν βγήκαν…
Η Φώτο μας βλέπει τώρα από ψηλά …
Τι να πρωτοθυμηθείς, και μάνα και πατέρας και παππούλης!
Απ τα τριάντα της άρχισαν τα δύσκολα… τα ακατόρθωτα!!!
Βρέθηκε με τέσσερα μικρά παιδιά, 12 ο Θανάσης, 10 η Χρυσάφω, 8 ο Αλέξης και το μικρότερο ο Τάκης 5.
Που να πιαστείς; Από που να κρατηθείς;
Κι όμως…
Στάθηκε όρθια δυνατή περήφανη.
Τα παιδιά όχι απλά τα μεγάλωσε, αλλά και τα εκπαίδευσε και τα σπούδασε.
Αυτά τα παιδιά δεν μεγάλωσαν σαν ορφανά, και εδώ ήταν το μεγαλείο της Φώτος.
Ήταν και μάνα και πατέρας…
Ήταν στρατηγός. Ήξερε το δρόμο καλά και τους τον έδειξε…
Και βέβαια αυτή ήταν ο πρώτος μαχητής. Νύχτα μέρα στο πόδι…
Μέχρι που της έμεινε συνήθεια…
Τα παιδιά μεγάλωσαν, της χάρισαν εγγόνια και αυτή εκεί… αγώνα… μέχρι την τελευταία στιγμή… τάιζε την Ασπρούλα στη χούφτα…
Κέρδισε πρώτα απ όλα το σεβασμό και την αναγνώριση των δυο γιαγιάδων, της Ανδρομάχης και της Ανθούλας, πράγματα όχι και τόσο αυτονόητα για κείνη την εποχή, και επιπλέον ολόκληρης της κοινωνίας του χωριού
Έφτιαξε παιδιά καλά και αγαπητά!!!
Τόσο, που όταν γύρω στο 1975, ότι είχε τελειώσει δάσκαλος ο Θανάσης,(πράγματα δύσκολα για κείνη την εποχή, δεν πέρναγες εύκολα στο πανεπιστήμιο), όταν πήρε λοιπόν την απόφαση να φύγει για το Καναδά, έπεσε στην αρχή βουβαμάρα και μετά πολύ κλάμα σε κείνη τη γειτονιά.
Όπως και λίγο αργότερα όταν έφευγε τη Χρυσάφω. Αυτό το αληθινό χρυσάφι….
Την θυμάμαι τη Φώτο πάντα φορτωμένη κλαρί στη πλάτη…. να ‘ρχεται… πότε από του γκόζντα, πότε από του γαϊδαρά…. Και πότε από το μπάλο.
Αν ήταν άνοιξη μ’ ένα δεμάτι χορτάρι στη πλάτη, τη ξιάλα και το δραπάνι….
Έτσι ήταν η Φώτο πάντα φορτωμένη, ακούραστη και πάντα γελαστή…
-Ρε θεια για δεν το βάζεις μισογώμι φτούνο το δεμάτι στη γαϊδούρα;
-Γιατί; Για να συνηθίσω ξυφόρτωτη;
Όταν πέρναγα εκείνη την πόρτα, ήταν τόσο φιλόξενη τόσο στοργική, αληθινά πλούσια.
Ένιωθες όταν βρισκόσουν εκεί, κομμάτι εκείνης της οικογένειας, ένιωθες σαν στο σπίτι σου.
Είχες και εσύ ότι είχαν όλοι.
Ότι είχε το πιάτο τους είχες και εσύ και ένιωθες ωραία γιατί ήσουν δικό τους κομμάτι!!!!
Ντιιιιι!!! ακουγόταν ο Αλέκος στο γιοφύρι και τα κουδούνια της μικρής και του αράπη αργά και αποσταμένα όλο και ζύγωναν….
Έξω κρύο… μα από το σπίτι της Φώτος έφευγες χορτάτος, ζεστός και γελαστός… και καμιά φορά με μια χούφτα ρύζι στη τσέπη… αφού το άτιμο το φαΐ δεν κατέβαινε πάντα… και στη Φώτο έπρεπε το πιάτο να ‘ναι άδειο…
Αυτή ήταν η Φώτο… λιτή, ακούραστη, φιλόξενη και πάντα γελαστή!!!
Παράδοξο… εκείνος ο έλατος, πράσινος πράσινος και δροσερός.
Τόσο ζωντανό κλαρί σπάνια βλέπεις. Λες και έρχεται και τον ποτίζει κάθε βράδυ.
Χμ!!! Τον έχει φροντίσει για πολλά χρόνια η Φώτο…
Θεία Φώτο δεν ξεχνιέσαι!!!
Θα σε θυμόμαστε πάντα!!!!
Θειά Φώτο δεν ξεχνιέσαι !!!
Θα σε θυμόμαστε πάντα!!!!
Νοσταλγε χιλια μπραβο για την ωραια περιγραφη της αγαπημενης θειας μας
By: ΚΑΤΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ on 6 Νοεμβρίου, 2012
at 3:17 μμ
Νοσταλγέ έχεις τον τρόπο σου να βλέπουμε ζωντανά τους ανθρώπους που πάντα αγαπούσαμε. Στην θεια Φώτο έβαλα πρώτη φορά «ποδιά» με πρόκες όταν έριχνε την πλάκα στο σπίτι.
By: Σπήλιος on 7 Νοεμβρίου, 2012
at 11:31 πμ
ωραίος ο Νοσταλγός μας συγκινησες είχες όμως και θέμα σωστό, όντως και εγω έτσι τη θυμάμαι!!!!!
By: Σοφία on 7 Νοεμβρίου, 2012
at 4:34 μμ