…θυμάμαι, από τις προηγούμενες μέρες οι γυναίκες πήγαιναν να καθαρίσουν την εκκλησιά.
Βαριά γιορτή για το χωριό. Την προηγούμενη τ’ απόγιομα, βάρηγε η μεγάλη καμπάνα.
Ανήμερα, σαν σήμερα, δεν είχε δουλειά, παρά μόνο τα απαραίτητα… ούτε σπαρτό, ούτε χτίσιμο, ούτε σκάψιμο.
Ο Άγιος γιόμιζε από κόσμο…
Τα περήφανα κυπαρίσσια, βούιζαν και έδιναν το ρυθμό στη βυζαντινή μελωδία. Φυτεμένα από χέρι του Χρήστου του Kατσή (Καγιά) και ποτισμένα απ’ ούλο το χωριό,.. στέκουν εκεί αγέρωχα 90 χρόνια ακριβώς!!!
Τότε, το ‘22, κτίστηκε το ξωκλήσι. Οι εκκλησίες τότε ήταν ο χώρος όχι μόνο για προσκύνημα αλλά και συνάντησης. Ήτανε για να μαλακώσει η κοινωνία. Για να μερέψουν οι άνθρωποι. Άφηναν οι ξωμάχοι τις καλύβες τους… κρέμαγαν την κάπα στον έλατο και κατέβαιναν στο χωριό για να παν στην εκκλησιά. Έπρεπε να πλυθούν… πως θα πάρουν τον άρτο;
Άλλη μια εκκλησία για εκείνα τα χρόνια στο χωριό… ήταν ένα πιο φαρδύ μονοπάτι κοινωνικοποίησης για τους ανθρώπους … γιατί πηγαίνοντας στον άγιο που γιόρταζε ,έβλεπαν το συγγενή, το φίλο, ακόμα έβλεπαν άλλους που έστελναν τα παιδιά τους στο σκολειό και γινόταν αφορμή να στείλουν και κείνοι το δικό τους παιδί, για να μάθει να διαβάζει, να μάθει να λογαριάζει και να μην το κοροιδεύει ο καθένας… να μην τον τρώει ο μπακάλης …όπως έλεγαν…
Ακόμα θυμάμαι…
Με τη δεύτερη καμπάνα μαζευόμασταν στο σχολείο… 150 παιδιά τότε ,κάναμε τριάδες μπροστά στο σχολείο δεξιά τα κορίτσια, αριστερά τα αγόρια ,και με την τρίτη καμπάνα ήμασταν στον Αϊ Δημήτρη.
Αγναντεύαμε τη σπαρτιά… αληθινή σπαρτιά τότε. Αν ο καιρός είχε βοηθήκει και σπερνόταν η κάτου πλάτη (γιατί μία χρονιά έσπερναν και την άλλη άφηναν τα χωράφια να γερέψουν)…. Τότε την έβλεπες όλη μέσα στην φύτρα και βέβαια γυμνή τότε από δέντρα. Αργότερα ήρθαν οι ελιές και όπως λένε κάποιοι παλιότεροι μπορεί να την ομορφήνανε αλλά μπορεί και να την αρρωστήσανε… εκείνο το φυτώριο …λένε έφερε ούλη τη φυλλοξέρα στο τόπο μας.
Από τον Αϊ Δημήτρη δεν χόρταινες να κοιτάζεις γύρω σου, τους …ακούραστους φρουρούς της Λυκούριας,… τα βουνά μας. Το σαϊτά χωρίς κανένα ξερό έλατο τότε, να στέκει αγέρωχος και περήφανος (βλέπεις τότε ούλα τα σπίτια καίγανε τζιάκια που να μείνει ξεράδι)… ήτανε σημαδεμένα από το άνοιξη.
…Τη φράγκα και τη κλάπα σαν μολυβένιες αρματωσιές … που τρομάζουν απρόσκλητους επισκέπτες, αλλά πολύ φιλόξενες, σε γνώστες και ταξιδευτές απόκρημνων μονοπατιών… μα πιο πολύ δεν χόρταιναν τα μάτια μου.. τα ευκολοπερπάτητα καταπράσινα και ηλιοφορτωμένα σέσια.
Νοικοκυρές έφτιαχναν τις κουλούρες παντεσπάνια, και όλοι γραφόντουσαν, όποιος μπόρειγε έγραφε τα παιδιά, το παπουλη, τη γιαγιά και αν περρισευε και κανα φράγκο ακόμα έβαζε και τον εαυτό του …έτσι βόηθαγαν τον άγιο να φτιαχτεί κανα κεραμίδι ή ότι άλλο χρειαζότανε. Όταν ρχότανε το μεσημέρι ο Παπαγιώργης έκανε την κλήρωση, και όπως πάντα αδέκαστος και αναμφισβήτητος.
Ο Παπαγιώργης ένας άνθρωπος βγαλμένος από από τα χώματα της Λυκουριας, ήξερε πότε να βιαστεί και πότε να πάει τη λειτουργία αργά για να την χαρούν οι χριστιανοί. Τα Αϊ-Δημιτριού πήγαινε αργά ήξερε ότι Άνθρωποι εκείνη τη μέρα, είναι η εποχή βλέπεις , τα είχαν έτσι ταχτοποιήσει να μην βιάζονται …ενώ τα χριστούγεννα έπρεπε να τελειώσει γρήγορα…. εφτάμισι ώρα έπρεπε να ‘χει απολύκει να πάνε οι τσιοπάνηδες να βυζάξουν τα αρνιά… ένας παππάς που ήταν ένα με τις ανάγκες του κόσμου!!!
Τυχερό και ευλογημένο το σπίτι που θα τύχαινε την κουλούρα.
Παράξενες ιστορίες είχαν ριζώσει σε αυτό το ξωκλήσι. Ο Χρήστος ο Κατσής, νέος τότε, καμία 30 χρονών, μόλις είχε έρθει από την Αμερική που ήταν μετανάστης.
Το πάθος του ήτανε να φτιάξει εκκλησίες για να μαζεύονται οι άνθρωποι και να πέσουν στο ίσιο δρόμο.
Ήτανε άνθρωποι που βλεπόντουσαν μόνο στις εκκλησιές… ή για να το πούμε αλλιώς αν δεν ήτανε οι εκκλησιές …μπορεί να γύριζαν σαν τα αγρίμια στα βουνά..
Βλέπεις η εκκλησία είναι φιλόξενο μέρος …χωράνε ούλοι !
και είναι ούλοι το ίδιο ,φτωχοί πλούσιοι γραμματισμένοι… ούλοι γονατίζουν …όταν πει ο παπάς «τα σα εκ των σων»
Όταν άρχισε να χτίζεται η εκκλησία όλο το χωριό ήταν στο πόδι, όλα τα καμίνια είχαν μπει μπροστά. Το καμίνι της εκκλησιάς, το καμίνι του Μπαλιούση, του Μπούρλου και άλλα όσα υπήρχαν.
Ο Χρήστος ο Κατσής (Καγιάς το παρατσούκλι) ζήτησε από κάποιον Λυκουριώτη που είχε τρία ζά να πάει με το ένα πουρνάρια στο καμίνι.
-Δεν μπορώ παιδάκο μου, αύριο έχω σπαρτό…
-Καλά, του είπε, κάνε ότι καταλαβαίνεις.
Την άλλη μέρα ο Λυκουριώτης πήρε το ζευγάρι του και πήγε να σπείρει. Έσπειρε και γύρισε το βράδυ στο σπίτι. Το άλλο πρωί βρήκε το καλό του το μουλάρι ψόφιο.
Το πέταξε από το κατώι που το είχε, και πήρε τα δυο του ζα και κουβάλαγε μια βδομάδα πουρνάρια στο καμίνι για τον Άγιο. Τότε μάθαινε να κόσμος από τις συμπτώσεις και τα σημάδια.
Ο άλλος θρύλος … για να χτιστεί αυτό το εκκλησάκι έχει να κάνει με τον ίδιο το Χρήστο τον Καγιά. Έχει πάει στη σκάλα τ’ αγούπι και έβγαζε πέτρες για τον Άγιο. Ένα μήνα έβγαζε πέτρες, είχε εκεί τις καλύτερες πλάκες. Πήγε στο κατώι, πήρε το μουλάρι για να το πάει να τις φορτώσει. Αυτό ήταν άρρωστο, με το ζόρι περπάταγε. Όταν έφτασε μπροστά στον Αϊ Γιώργη το μουλάρι έπεσε χάμου. Τράβηξε το μαχαίρι του ο Χρήστος… μπήκε με στον Αϊ Γιώργη, φτάνει στην εικόνα του στην ωραία πύλη και του λέει: εγώ ταλαιπωριέμαι να φέρω κόσμο στην εκκλησία και τον ίσιο δρόμο και εσείς δεν βοηθάτε. Σηκώνει το μαχαίρι και ρίχνει δυο στο πόδια του αλόγου του Αϊ Γιώργη.
Ο θρύλος λέει ότι όταν βγήκε έξω, το άλογο ήταν όρθιο και χλιμίτραγε…
Μήπως και ο Άγιος τελικά θέλει φοβέρα;
Σημάδια μιας ανώτερης δύναμης; Συμπτώσεις; Μικροί Λυκουριώτικοι… μύθοι;
Τι απ’ όλα; Ή ίσως λίγο απ’ όλα!!!
Μπορείς να τους αμφισβητήσεις;
Αναρτήθηκε από: lykourianews | 26 Οκτωβρίου, 2012
Του Αϊ Δημητριού, σήμερα…
του Νοσταλγού
Αναρτήθηκε στις Το χωριό μας
Σχολιάστε