Του τελάλη
Μεγαλοβδόμαδο στη Λυκούρια
Σαββάτο του Λαζάρου. Ρε τι ηλιοφάνεια ήταν αυτή. Τα δέντρα γλυκοφιλιόνται με τα μελίσσια και τις πεταλούδες.
Τέτοια μέρα, νά ‘σαι τσιοπάνης στη λιάβα, νά ‘χεις τις μούσκες να το γλεντανε και συ να αγναντεύεις από τη στρέζοβα μεχρι τη Ντουρντουβάνα… και ποιος τη χάρη σου!
Κυριακή των Βαίων άρχισαν τα όργανα, που να ξεμυτίσεις από το κρύο και τη βροχή.
Ο Περεκλής ο Λυμπέρης, του Γαλήνη ο αδερφός,το απογιοματάκι, είδε λέει, για λίγο την κατεχνιά να σηκώνεται και ότι από τη κατουμεριά τις λάκες και απάνου είχε χιόνι.
– Είπαμε ρε Περεκλή, αλλά όχι έτσι, του είπε κάποιος! Προχτές ήταν ρε η πρωταπριλιά, όχι σήμερα του είπε ένας άλλος!
– θα σου φάνηκε, καημένε του σιγόνταρε και ο Θανάσης! Χιόνι απριλιάτικα; Αποκλείεται …
Ε,ρε και φύσηξε λίγο απουκατινός μετά από καμιά ώρα, σηκώθηκε για λίγο η καταχνιά… αμ δεν ηταν πρωταπριλιά, ούτε Περεκλής είχε λαθέψει… το χιόνι είχε ρθεί στη κατουμεριά στις λάκες.
Ξημερώνοντας Δευτέρα η θερμοκρασία πέφτει στους δύο βαθμούς… (εγώ βέβαια που να το ξέρω), ονόματα να μην λέμε αλλά κάποιοι ξενύχτισαν στο μπαλκόνι να μετράνε τη θερμοκρασία και αυτος μου το …ξομολογήθηκε, και βέβαια τη γλύτωσαν για τούτη τη βραδιά τα δέντρα
Μεγάλη Δευτέρα, χιόνι, κρύο, το χωριό θύμιζε Χριστούγεννα παρά Πάσχα, και επί τη ευκαιρία ο Κώστας και η παρέα τό ‘χανε ρίξει στη ….ψιλοποκίτσα!!!
Μεγάλη Τρίτη απόγευμα κι άλλο χιόνι στην Φάκια και τα Σιέσια. Η θερμοκρασία πέφτει πάλι στου 2 βαθμούς.
Οι τσιοπάνηδες διαμαρτύρονται τόσες μέρες βροχές και κρύα, πάει τη κρεμάσανε τη καρδάρα.
Η εκκλησία μισοάδεια, την ομόρφυναν όμως τα παιδιά που έψαλαν το ύμνο της Κασιανής
Μεγάλη Τετάρτη αρχίζει να έρχεται κόσμος, αλλά στα καφενεία οι ίδιοι και οι ίδιοι.
Μεγάλη Πέμπτη καλοκαιρία… αλλα μελίσσια δεν κουνηθήκανε. Η εκκλησία είναι πλέον γεμάτη
Μεγάλη Παρασκευή. Η μέρα ξεκινάει με λιγάκι ήλιο και πολύ συννεφιά.
Τα παιδιά, πολλά παιδιά, στολίζουν το επιτάφιο από 3 έως 83 ετών.
Στα καφενεία όλοι έχουν κρεμάσει το φάντη, εκτός από ένα τραπέζι… καλά παιδιά αλλά δεν την αφήνουν τη κολιτσίνα που να καεί το Σούλι.
Το απόγευμα.. επιτάφιος!
Από την εκκλησία στου Τούζιου – στου Ροδάκη- στου Ρούβαλη – στη πέρα βρύση και μετά στην εκκλησία.
Τόσος κόσμος που ήτανε κρυμμένος; Μιλάμε για πολύ κόσμο.
Πάει δεν βγαίνουν στα καφενεία, δεν είναι η κρίση, έχει μάλλον αλλάξει η νοοτροπία.
Μεγάλο Σαββάτο από το πρωί βροχή το απόγευμα κατακλυσμός και φυσικά η Ανάσταση μέσα.
Κάποιοι ανεγκέφαλοι, ευτυχώς λίγοι, πότε επιτέλους θα καταλάβουν ότι τα δυναμιτάκια εκτός από επικίνδυνα για την ακεραιότητα των ίδιων αλλά και των άλλων που βρίσκονται εκεί, επιπλέον έχουν πάρει χαμπάρι ότι τρομάζουν τα παιδιά και τους στερούν την ανάσταση; Στο μπαράκι την Παρασκευή και το Σαββάτο το αδιαχώρητο.
Την Κυριακή του Πάσχα το πρωί ντύθηκε με συννεφιά, ότι πρέπει για το κοκορέτσι μόλις όμως έγινε το αρνί… άρχισε πάλι να δακρύζει ο ουρανός.
Δευτέρα του Πάσχα γέλασε για τα καλά.Ένας ήλιος της παρηγοριάς για όσους έφευγαν εκείνη τη μέρα.
Στα δέντρα ξαναβούιξε το μελίσσι.
Ούλα ανθισμένα, αλλά με τη βροχή και τον αέρα να τους έχει κλέψει πολύ από τον ανθό.
Αχ!!! τι θα βρουν το καλοκαίρι τα παιδιά και τα πουλιά…
Υ.γ Αυτές τις άγιες μέρες όσοι βρισκόμαστε στο χωριό πραγματικά περνάμε καλά, για πολλούς βέβαια λόγους, είτε γιατί υπάρχει κόσμος που κινείτε ,είτε γιατί γιορτές είναι ας μείνει και καμιά δουλεία πίσω. Υπάρχουν όμως κάποιοι άνθρωποι που κουράζονται για να ξεχωρίσουμε εμείς τις μέρες και εννοώ, τον Τσιόγκα, τον Κολομόδη, τον Καπινιά, τον Κώστα Καλιαβό, τον Πάνο Μανωλέση, τον Ευγένιο Παπαευγενίου, τον Ανδρέα Μπράβο, τον Σωτήρη Σμέρο, τον ακούραστο και πάντα καλωσυνάτο Παπα-Γιώργη και βέβαια δυο συγκινητικες και ακούραστες μορφές, τον μπάρμπα Τάκη Καραχάλιο και τον Κώστα Ανδρικόπουλο που είναι πια συνώνυμο για τον Άι Γιώργη μας.
ωραια η Λυκουρια την μεγαλη εβδομαδα και πιο πολυ για εμας που φετος δεν ειμαστε εκει ο τελαλης μας παρουσιασε με αψογο λογο τα δρωμενα μονο μια παρατηρηση στον οπερατερ που δεν ξερω ποιος ηταν τα στατικα πλανα ειναι κουραστικα και επρεπε και αυτος να ακολουθησει κανονικα την περιφορα του επιταφιου γιατι λιγο το video μου θυμισε ταινια του συχωρεμενου του Αγγελοπουλου περιμενω απο αυτον καλλιτερα video
By: ΤΑΒΟΥΛΙΑΡΗΣ on 21 Απριλίου, 2012
at 3:36 μμ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ Κ.ΤΣΙΟΓΚΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ
By: Τ.Μ on 19 Μαρτίου, 2014
at 11:46 μμ
Το βιβλίο μου <> κυκλοφορεί το Πρώτο Μέρος, (είναι δυλογία) από τον Ιούνιο του 2019 από τις εκδόσεις Ωκεανός. Θα προσπαθήσω να σας συστηθώ και να γράψω τι περιγράφει το μυθιστόρημά μου:
Με αυτό το μυθιστόρημα θέλησα να εξυμνήσω το χωριό μου τη Λυκούρια Καλαβρύτων, τη βουνίσια γυναίκα και τη μάνα.
Να σας συστηθω: Είμαι η Χρύσα Λυκούδη! Είμαι η γυναίκα από δυο χωριά, χωριάτα… σαν το παιδί με τις δυο μανάδες! Παρόλο που γεννήθηκα στα Καραμεσηνέικα χωριό της Κ. Αχαΐας, την Λυκούρια τη θεωρώ ιδιαίτερη πατρίδα μου γιατί από εκεί ξεκίνησαν οι καθαρές μνήμες μου, το σχολείο μου, η όμορφη ζωή μου και το μεγάλο μου δέσιμο με τους αγαπημένους μου θείους και το ποτάμι μας τον Λάδωνα.
Όταν τον Σεπτέμβρη του 1962, πήγα να μείνω στους θείους μου, στη Λυκούρια, φθάνοντας στον Κάμπο το πρώτο που με εντυπωσίασε και με γοήτευσε, ήταν ο Λάδωνας. Δεν είχα ξαναδεί ποτάμι. Αυτή η ήρεμη ομορφιά του με γοήτευσε και τον αγάπησα σαν να ήταν κάτι ζωντανό. Τις μέρες εκείνες το ποτάμι στέρεψε για ένα περίπου μήνα, από γεωφυσικά αίτια, όπως εξήγησαν οι επιστήμονες που ήρθαν να ερευνήσουν το φαινόμενο. Για μένα, εκείνο το παράδοξο γεγονός που συγκλόνισε τότε τη ζωή των κατοίκων, στάθηκε ο μοχλός να ξεκινήσω πριν λίγα χρόνια το βιβλίο μου.
Όσα χρόνια έζησα σ΄ αυτό το χωριό το αγάπησα, σαν να ήμουν δική του γέννηση και δικό του θρέμμα. Το έκανα χωριό μου και ρούφαγα κυριολεκτικά τον τρόπο ζωής, τα έθιμα, τους θρύλους, τις δεισιδαιμονίες και τις μεταφυσικές ιστορίες που άκουγα με δέος από τις γιαγιάδες μου. Όσα έζησα και όσα άκουσα, τα διηγούμουν με πάθος, αργότερα, στα μικρά μου παιδιά, πάλι και πάλι αντί για παραμύθια, μέχρι που μεγάλωσαν. Πριν λίγα χρόνια η κόρη μου με παρακάλεσε όλες εκείνες τις ιστορίες που τους έλεγα, να τις κάνω βιβλίο. Είχε διαβάσει όλα τα ποιήματα και τα λίγα διηγήματα που είχα γράψει στην εφηβεία μου και πίστευε ότι έχω καλή γραφή την οποία με προέτρεπε να αξιοποιήσω. Στρώθηκα λοιπόν για εφτά περίπου χρόνια και έγραψα δυο βιβλία. Τώρα βγήκε το πρώτο που καταγράφω τη ζωή της ηρωίδας μου, της Αιμιλίας, μέχρι τα δώδεκά της χρόνια που έφυγε από τη Λυκούρια και στο δεύτερο συνεχίζεται η ζωή της, οι αντιξοότητες, οι σπουδές της, το επάγγελμά της ως γιατρός χειρουργός ογκολόγος μέχρι που μετά από σαράντα χρόνια επιστρέφει στο Λάδωνα να συναντήσει τον παιδικό της έρωτα τον Ορφέα, που δεν έχει δει ποτέ από τότε που έφυγε από το χωριό.
Το βιβλίο αυτό δεν είναι η αυτοβιογραφία μου. Έχω πάρει αρκετά στοιχεία από τα πρώτα χρόνια της ζωή μου, αρκετά βιώματα, αλλά η ΑΙΜΙΛΙΑ ΜΑΝΕΣΗ η ηρωίδα μου, ΔΕΝ είμαι εγώ. Επίσης έχω πάρει χαρακτήρες, ιστορικά και τραγικά γεγονότα που έζησαν συγγενείς μου και συγχωριανοί μου διανθισμένα όλα με τη φαντασία μου. Κάποια γεγονότα είναι τελείως φανταστικά και φυσικά υπήρχε κάποιος λόγος που τα έγραψα. Η γιαγιά Αναστασία που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, (και την αγάπησα πολύ), είναι μια προσωπικότητα που μου εμφανίστηκε και μου συστήθηκε από μόνη της για να περάσω τα μηνύματα που ήθελα. Επίσης φανταστική είναι και η ιστορία της Αρχοντούλας της Γενοβέφας με την οποία ήθελα να περάσω τα έθιμα του γάμου που υπήρχαν τότε, την αντιπαλότητα πεθεράς προς τη νύφη, καθώς και τη θυσία της μάνας για τα παιδιά της.
Η μάνα είναι εκείνη που φέρνει με οδυνηρούς πόνους τη νέα ζωή, το παιδί της, το σπλάχνο της όπως το αποκαλεί, που του δίνει γάλα από τη σάρκα της, που σκύβει όλες τις ώρες πάνω από την κούνια του, που του χαρίζει το πρώτο φιλί, το πρώτο χαμόγελο, που το παρακολουθεί βήμα βήμα να μεγαλώνει και το καθοδηγεί με στοργή και τρυφερότητα. Είναι εκείνη που διαπλάθει τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του, το προστατεύει στις δυσκολίες και το στηρίζει σε όλη τη διαδρομή της ζωής του. Αυτή τη στοργή της μάνας, την άδολη και αγνή αγάπη της που αποτελούν τα βασικότερα θεμέλια στο μεγάλωμα των παιδιών ήθελα να υμνήσω σε αυτό το βιβλίο. Και μάνα με όλα τα παραπάνω στάθηκε και για την Αιμιλία η Άννα που την πήρε για παιδί της.
<>, ο τίτλος του βιβλίου μου.
Θα αναρωτιόσαστε τι έγινε τη μέρα εκείνη; Πρώτα από όλα αποκόπηκε ο ομφάλιος λώρος που έδενε την Αιμιλία με τη βιολογική μάνα της. Θα μείνει μέσα της ένας μεγάλος θυμός να την καίει για πάντα. Γιατί; Διότι εκείνη τη μέρα την πήγε στη Λυκούρια και την παρέδωσε στα ξαδέρφια της για ψυχοκόρη. Δεύτερον, η μικρή Αιμιλία γλίστρησε, έπεσε στο ποτάμι κι εκείνο στέρεψε για να σωθεί, και τρίτον, γνώρισε τον Ορφέα, το παλικαράκι που έκανε το θαύμα για να σωθεί η μικρή. Τον Ορφέα που θα ερωτευτούν, που θα σημαδέψει τη ζωή της με την αγάπη του, την αφοσίωσή του, την θυσία του, αλλά και την προδοσία του που της έγινε εφιάλτης για όλη της τη ζωή. Γύρω από τη ζωή των δύο παιδιών πλέκεται ένα μυστήριο. Ο κάθε ένας τους κρύβει μυστικά.
Η Αιμιλία μικρή είναι ένα παιδί «θαύμα», έτσι θα την αποκαλούν οι συγχωριανοί της μετά την στέρεψη του Λάδωνα εξ αιτίας της, αλλά και μετά την επάνοδό της στη ζωή, από την βαριά αρρώστια της ευλογιάς. Είναι ξεχωριστή, πανέξυπνη, παρατηρητική και πολύ ώριμη για την ηλικία της. Γιατί το κάνει αυτό η συγγραφέας; Γιατί θεωρώ ότι η παιδική μας ηλικία καθορίζει την εξέλιξή μας, την ανθρωπιά μας και τη θέση μας μέσα στην κοινωνία. Θέλω να κτίσω το υπόβαθρο του μέλλοντός της Αιμιλίας. Την χαρισματική γυναίκα που ο Θεός έχει ευλογήσει τα χέρια της να ξεπαστρεύει τον καρκίνο που θερίζει τους ανθρώπους. Θα σπουδάσει και θα γίνει μια παγκοσμίου φήμης γιατρός χειρουργός ογκολόγος. Η γιαγιά Αναστασία είναι η γιαγιά όλου του χωριού. Αντιπροσωπεύει τη βουνίσια γυναίκα, τη μάνα, τη γιαγιά. Είναι η μαμή και η πρακτική γιάτρισσα. Έχει το χ ά ρ ι σ μ α να «βλέπει» επακριβώς τις αρρώστιες των ασθενών της καλύτερα κι από ακτινογραφία και να τις θεραπεύει με τα βότανά της και την εξαντλητική προσευχή της στις δύσκολες περιπτώσεις. Είναι μια μεγάλη αγκαλιά για όλους τους χωριανούς και σ’ αυτήν καταφεύγουν για τα προβλήματά τους και τον πόνο της ψυχής τους πέρα από τις αρρώστιες τους. Καλλιεργημένη, με μεταφυσικές ικανότητες, επαναστάτρια για την εποχή της, θα συμβουλεύει τις μικρομάνες να μεγαλώνουν με ισότητα τα παιδιά τους. Να μάθουν από μικρές τις κόρες τους να έχουν πρωτοβουλίες και να τις μάθουν να στέκονται ΜΟΝΕΣ ΤΟΥΣ στα πόδια τους.
Στα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος αναφέρονται γεγονότα από την παιδική ζωή της Αιμιλίας στο καμπίσιο χωριό της και οι ιστορίες και τα ανδραγαθήματα των άμεσα συγγενών της μέσα από τους πολέμους. Η μικρή μέσα από τις διηγήσεις του παππού της Στέλιου θα ζήσει την Μικρασιατική καταστροφή, τις Ιταλογερμανικές βιοπραγίες, το φόνο από τη γιαγιά της Βιργινία, την παράξενη ξένη γυναίκα στη ζωή της προγιαγιάς της Πέρσας που έχασε μέσα σε ένα καλοκαίρι και τα πέντε παιδιά της από την ευλογιά. Θα ζήσει μέσα από τις ζωντανές αφηγήσεις της γιαγιάς Βιργινίας, στην ξερολιθιά, στην άγονη γη, στον ελώδη κάμπο του Λάδωνα, στην πέτρα και στο λιοπύρι, στην πέτρα και στο πουρνάρι, στην πέτρα και τη σκληρή ζωή στις πλαγιές και τις ραχούλες με τα πρόβατα, με το αλέτρι, με τη σπορά. Τη μάνα που με το μωρό στη σαμαρίτσα περασμένη στην πλάτη, σκάβει, θερίζει, τρυγάει, μαγειρεύει τη νύχτα, πλένει και ζυμώνει το χάραμα.
Κάθε κεφάλαιο είναι και μια ιστορία που θέλει να δηλώσει τη σκληρή ζωή των βουνίσιων ανθρώπων από το 1873 περίπου και μετά. Περιγράφονται μέσα από την καθημερινότητά τους οι αγώνες τους για μια καλύτερη ζωή των παιδιών τους, περιγράφονται οι αρρώστιες, οι λιμοί, ο θάνατος, τα έθιμά τους, οι θρύλοι τους, οι γιορτές τους, τα τραγούδια τους, οι γάμοι τους, η θυσία της μάνας. Είναι ένα βιβλίο που περιγράφει τον ανθρώπινο ψυχικό πόνο ο οποίος αντιμετωπίζετε με μια λεβεντιά και μια αξιοπρέπεια.
Το βιβλίο ξεκινά με την φημισμένη γιατρό Αιμιλία Μάνεση, την ώρα που εγχειρίζει τη μητέρα της από καρκίνο στο πάγκρεας. Ξάφνου μέσα στο χειρουργείο εμφανίστηκε ολοζώντανη η νεκρή γιαγιά Αναστασία. Η επίσκεψή της τη συγκλόνισε και την έβαλε σε σκέψεις. Οι σκέψεις έφεραν τις αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας όπως καταγράφονται από την αρχή του βιβλίου.
By: Χρύσα Λυκούδη το γένος Αλεξίου Κατσή από Λυκούρια on 15 Απριλίου, 2020
at 8:56 μμ
Ο τίτλος του βιβλίου είναι: Τη μέρα που στέρεψε ο Λάδωνας-Η Ψυχοκόρη. Εκδόσεις Ωκεανός. Το είχαν όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία και σε όλες τις πόλεις. Λόγω κορονοϊού, που όλα είναι κλειστά, όποιος θέλει να το διαβάσει μπορεί να το παραγγείλει από τον εκδοτικό οίκο Ωκεανό που θα τον βρει στο Google.
By: Χρύσα Λυκούδη, το γένος Αλεξίου Κατσή από Λυκούρια on 15 Απριλίου, 2020
at 9:01 μμ